Μια «πράσινη πρόταση» με γκρίζες περιοχές, 3/3/2012
Δέσποινα Σπανούδη, χημικός μηχανικός περιφερειακή σύμβουλος Στερεάς Τάσος Κεφαλάς, ηλεκτρολόγος μηχανικός μέλος της «Πρωτοβουλίας συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων
Διανύουμε μια περίοδο κατά την οποία ασκούνται ισχυρότατες πιέσεις για τη δρομολόγηση μεγάλου εύρους και μεγάλης κλίμακας έργων διαχείρισης απορριμμάτων, σε όλη τη χώρα. Επιλογές, που ανοίγουν ένα νέο πεδίο ιδιωτικής κερδοφορίας, με ιδιαίτερα αρνητικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες. Περιφερειακοί σχεδιασμοί που διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2005, το αργότερο στην αρχή του 2006, αρχίζουν, ουσιαστικά, να υλοποιούνται τώρα. Σε αυτό το περιβάλλον, έχει ιδιαίτερη σημασία ο διάλογος για την αξιολόγηση προτάσεων, που εμφανίζονται σαν εναλλακτικές των υφιστάμενων κυρίαρχων επιλογών. Αυτό το σκοπό επιδιώκει να εξυπηρετήσει το κείμενο που ακολουθεί, ειδικά σε ότι αφορά στην αυτοπροσδιοριζόμενη σαν «πράσινη πρόταση».
Για πολλά χρόνια, ακόμη και τώρα, η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση έδειξε μια χαρακτηριστική αποστροφή στην ενασχόληση με την ουσία του προβλήματος της διαχείρισης αποβλήτων και στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών, των φορέων και των συλλογικοτήτων των πολιτών τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα, με την εξαίρεση μεμονωμένων περιπτώσεων περιοχών, που στοχοποιήθηκαν σαν υποψήφιες για την ανάπτυξη εγκαταστάσεων διαχείρισης απορριμμάτων (ΧΥΤΑ και εργοστασίων), σε ορισμένες εκ των οποίων δόθηκαν (και δίνονται) σκληροί και μακρόχρονοι αγώνες.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, μέχρι σχετικά πρόσφατα, σαν μοναδική εναλλακτική λύση προβάλλονταν η λεγόμενη «πράσινη πρόταση», που έχει στηριχθεί σε επεξεργασίες της Οικολογικής Εταιρείας Ανακύκλωσης (ΟΕΑ) και υποστηρίζεται από άλλες τρεις γνωστές ΜΚΟ (WWF, Greenpeace, Μεσόγειος SOS).
Είναι αλήθεια ότι η πρόταση αυτή συνέβαλλε θετικά στην εξάπλωση της αντίληψης της διαλογής στην πηγή, της ανακύκλωσης, της κομποστοποίησης, της ιεράρχησης στη διαχείριση των απορριμμάτων, με μια ιδιαίτερη έμφαση στη συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία. Επίσης, πρέπει να αναγνωριστεί και η εναντίωση στην επιλογή της καύσης των απορριμμάτων.
Στην πορεία, όμως, φάνηκαν και τα όριά της πρότασης. Ιδιαίτερα εκεί όπου επιχειρήθηκε να μετουσιωθεί σε σχέδιο διαχείρισης των αποβλήτων κάποιων περιοχών, όπως έγινε πρόσφατα για την περιφέρεια Κρήτης και την περιφέρεια Αττικής, μέσω σχετικών μελετών, που φέρουν προσωπική υπογραφή. Μιλάμε, κυρίως, για την αντίφαση ανάμεσα στους στόχους, που, υποτίθεται, ότι υπηρετούνται και στις πρακτικές επιλογές υπερδιαστασιολογημένων συγκεντρωτικών εγκαταστάσεων, στη σχεδιαστική λογική των υφιστάμενων περιφερειακών σχεδιασμών.
Η πρόταση για την Αττική
Σαν αφετηρία χρησιμοποιούνται στοιχεία του 2010, με συνολική ποσότητα παραγόμενων ΑΣΑ 2.439.000 τόνων και με πληθυσμό 3.807.241 κατοίκων, δηλαδή 640,62 kg/έτος/κάτοικο. Στην ποσότητα αυτή περιλαμβάνονται 299.084 τόνοι (14%), που θεωρείται ότι ανακτώνται, ενώ οι υπόλοιποι 2.139.914 τόνοι οδηγούνται για τελική διαχείριση (κυρίως ταφή, στη Φυλή). Παρατίθεται, επίσης, μια εκτίμηση για τη σύνθεση των ΑΣΑ της Αττικής, ενώ σε άλλο σημείο της πρότασης γίνεται λόγος για παραγωγή, περίπου, 500 kg/έτος/κάτοικο1. Δημοσιοποιημένα στοιχεία της ΕΕΑΑ και της “Ανταποδοτικής Ανακύκλωσης”, αλλά και του ίδιου του συντάκτη της πρότασης, δείχνουν ασυμφωνίες και αναντιστοιχίες και σε άλλα σημεία (ποσότητες ανακυκλώσιμων συσκευασιών, συνολική ποσότητα ΑΣΑ). Εκτιμούμε ότι για τα στοιχεία που παρουσιάζονται σαν δεδομένα (όχι σαν προϊόν εκτίμησης) θα χρειάζονταν μια πιο ισχυρή τεκμηρίωση.
Τα βασικά σενάρια που εξετάζονται είναι, αυτό της συνέχισης της υπάρχουσας κατάστασης, της υλοποίησης του υφιστάμενου ΠΕΣΔΑ και αυτό της «πράσινης πρότασης». Σε πρώτη φάση, διερευνάται το εναλλακτικό «πράσινο» σενάριο, που, πέρα από τους στόχους εκτροπής, περιλαμβάνει:
- στη Φυλή, επέκταση του υπάρχοντος ΕΜΑΚ, ώστε να φτάσει τους 400.000 τ/έτος, νέα ΕΜΑ 400.000 τ/έτος, μονάδα κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών 80.000 τ/έτος
- στο Γραμματικό, μονάδα κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών 120.000 τ/έτος, ενώ διερευνάται η κατασκευή ΕΜΑΚ 127.500 τ/έτος
- στην Κερατέα, μονάδα κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών 120.000 τ/έτος, ενώ διερευνάται η κατασκευή ΕΜΑΚ 90.000 τ/έτος
Με την αξιολόγηση των διαφόρων παραμέτρων και των διαφόρων υποσεναρίων η τελική επιλογή περιλαμβάνει:
- εντατικοποίηση της υπάρχουσας ανακύκλωσης
- διαδημοτικά πράσινα σημεία – κέντρα ανακύκλωσης (32 σημεία)
- εκτεταμένο δίκτυο ΣΜΑ
- οικιακή κομποστοποίηση (193.654 σημεία)
- τοποθέτηση καφέ κάδων προδιαλεγμένων οργανικών (191.381 σημεία)
- μηχανικοί κομποστοποιητές (636 σημεία)
- διαδημοτικές μονάδες κομποστοποίησης (10 σημεία – 240.000 τ/έτος)
- εκσυγχρονισμός υπάρχοντος ΕΜΑ Φυλής (400.000 τ/έτος)
- διατήρηση υπάρχουσας μονάδας κομποστοποίησης του ΕΜΑΚ (300.000 τ/έτος)
- νέα ΕΜΑ στη Φυλή (400.000 τ/έτος)
- νέα μονάδα κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών στη Φυλή (80.000 τ/έτος)
- νέα μονάδα κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών στο Γραμματικό (120.000 τ/έτος) νέα μονάδα κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών στην Κερατέα (120.000 τ/έτος)
Συνολικά, προβλέπεται η λειτουργία δύο (2) μονάδων μηχανικής επεξεργασίας σύμμεικτων ΑΣΑ, δυναμικότητας 800.000 τ/έτος, μονάδες κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών, δυναμικότητας 560.000 τ/έτος και μονάδα κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών και των οργανικών από τις ΕΜΑ, δυναμικότητας 300.000 τ/έτος (δεν αποσαφηνίζεται η αναλογία).
Στο σενάριο αυτό οι ΕΜΑ δεν είναι προσανατολισμένες στην παραγωγή RDF. Αξίζει, όμως να αναφερθεί η εκτίμηση της πρότασης ότι: «κάτω από ορισμένες οικονομικές προϋποθέσεις και εφ’ όσον εξασφαλίζεται η διάθεση του RDF, θα μπορούσε το προτιμητέο σενάριο να περιλαμβάνει παραγωγή RDF». Γενικότερα, σε ότι αφορά στην ενεργειακή αξιοποίηση, θεωρείται ότι μόνη αποδεκτή λύση θα μπορούσε να είναι η καύση του RDF σε τσιμεντάδικα.
Το σύνολο των επενδύσεων της πρότασης εκτιμάται σε 301.773.539 € και το κόστος διαχείρισης σε 244 €/τόνο, το 2015, για να φτάσει τα 171 €/τόνο, το 2040. Τα αντίστοιχα κόστη του υφιστάμενου σχεδιασμού ανέρχονται σε 540 εκατ. € και σε 342 €/τόνο, το 2015, για να φτάσει τα 175 €/τόνο, το 2040. Η συμμετοχή ιδιωτών στη χρηματοδότηση των έργων της
“πράσινης” πρότασης θεωρείται ότι επιβαρύνει το κόστος διαχείρισης μόνο κατά 4-7 €/τόνο ΑΣΑ, ενώ το “τέλος εισόδου” στις ΟΕΔΑ της Αττικής μόνο κατά 6-9 €/τόνο ΑΣΑ.
Τέλος, σχετικά με τη χρηματοδότηση, που καθορίζει και το χαρακτήρα της λειτουργίας των εγκαταστάσεων, θεωρείται δεδομένη η αξιοποίηση 130 εκατ. €, από εθνικούς πόρους και προβλέπεται τα 83 εκατ. € να βρεθούν από χρηματοδότηση των ωφελούμενων χρηστών – παραγωγών (;) και τα υπόλοιπα 89 εκατ. € να προέλθουν, είτε από δημόσιους φορείς και τραπεζικό δανεισμό, είτε από σύμπραξη με ιδιώτες και τραπεζικό δανεισμό.
Η πρόταση για την Κρήτη
Η «πράσινη πρόταση» για την Κρήτη εκπονήθηκε για λογαριασμό του δικτύου οικολογικών οργανώσεων Κρήτης, σε μια περίοδο κατά την οποία επανεξετάζονταν ο περιφερειακός σχεδιασμός διαχείρισης αποβλήτων της περιφέρειας Κρήτης. Οι άλλες προτάσεις που συνεξετάσθηκαν ήταν η επικαιροποίηση του ΠΕΣΔΑ (Λοϊζίδου, ΕΜΠ) και του κ. Οικονομόπουλου (Πολυτεχνείο Κρήτης). Στην «πράσινη πρόταση» οι όποιες συγκρίσεις γίνονται με την πρόταση του κ. Οικονομόπουλου.
Η φιλοσοφία είναι ίδια με αυτήν της αντίστοιχης πρότασης για την Αθήνα. Σαν έτος αφετηρίας χρησιμοποιείται το 2009, για το οποίο δίνεται συνολική ποσότητα ΑΣΑ 408.741 τόνων, με πληθυσμό 625.570 κατοίκων, δηλαδή, 653 kg/κάτοικο/έτος. Από αυτήν την ποσότητα ΑΣΑ θεωρείται ότι ανακτήθηκαν, το 2009, 30.310 τόνοι, ενώ η υπόλοιπη ποσότητα των 378.431 τόνων οδηγήθηκαν για επεξεργασία στις υφιστάμενες μονάδες και για ταφή. Για την ακρίβεια και την εγκυρότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται ισχύουν οι ίδιες παρατηρήσεις με την Αττική.
Τα βασικά σενάρια που εξετάζονται, με δεδομένη τη λειτουργία ΕΜΑΚ στα Χανιά και μονάδας βιοξήρανσης (παράγει SRF, που θάβεται) στο Ηράκλειο, είναι:
1. Δημιουργείται ένα νέο ΕΜΑΚ στην ευρύτερη περιοχή του Ηρακλείου, που εξυπηρετεί τους νομούς Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Λασιθίου και από δύο μονάδες κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών σε κάθε νομό (βόρεια και νότια)
2. Δημιουργούνται τρία νέα ΕΜΑΚ στα βόρεια των νομών Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Λασιθίου και από δύο μονάδες κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών σε κάθε νομό, στα βόρεια μαζί με το ΕΜΑΚ και στα νότια του κάθε νομού
Η τελική πρόταση περιλαμβάνει:
- εντατικοποίηση της υπάρχουσας ανακύκλωσης
- δημιουργία 9 πράσινων σημείων – κέντρων ανακύκλωσης
- υλοποίηση προγραμμάτων και δράσεων οικιακής κομποστοποίησης
- εκτεταμένη τοποθέτηση μηχανικών κομποστοποιητών
- τοποθέτηση ξεχωριστού καφέ κάδου για τα οργανικά
- αναβάθμιση υπάρχοντος ΕΜΑΚ Χανίων (75.000 τ/έτος)
- αναβάθμιση και μετατροπή της μονάδας βιοξήρανσης Ηρακλείου σε ΕΜΑΚ (75.000 τ/έτος)
- δημιουργία 3 νέων ΕΜΑΚ (συνολική δυναμικότητα 148.000 τ/έτος) 70.000 τ/έτος στο Ηράκλειο, 38.000 τ/έτος στο Ρέθυμνο, 40.000 τ/έτος στο Λασίθι
- δημιουργία 8 νέων μονάδων κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών (συνολική δυναμικότητα 162.000 τ/έτος)
- 2 μονάδες 38.000 τ/έτος στα Χανιά (26.000 στο βορρά + 12.000 στο νότο)
- 2 μονάδες 79.000 τ/έτος στο Ηράκλειο (63.000 στο βορρά + 16.000 στο νότο)
- 2 μονάδες 22.000 τ/έτος στο Ρέθυμνο (15.000 στο βορρά + 7.000 στο νότο)
- 2 μονάδες 23.000 τ/έτος στο Λασίθι (14.000 στο βορρά + 9.000 στο νότο)
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική δυναμικότητα των ΕΜΑΚ είναι 298.000 τ/έτος, των μονάδων κομποστοποίησης 162.000 τ/έτος και συνολικά 460.000 τ/έτος. Η εκτίμηση της ίδιας της πρότασης, για το 2012, είναι ότι η συνολική ποσότητα των ΑΣΑ θα είναι 372.410 τόνοι. Η εξήγηση που δίνεται είναι ότι «το κάθε ΕΜΑΚ θα λειτουργεί τα πρώτα έτη 15-20 ώρες ημερησίως, ώστε να μπορεί να επεξεργάζεται τα περισσότερα σύμμεικτα απορρίμματα, που θα δέχεται, σε σχέση με τα επόμενα χρόνια, όπου σταδιακά θα μειώνονται τα προς διαχείριση σύμμεικτα απορρίμματα και θα μπορεί σταδιακά να μειώνει τις ώρες λειτουργίας του. Με αυτό τον τρόπο μπορούν σήμερα να δημιουργηθούν υποδομές πολύ οικονομικές στο κόστος λειτουργίας τους και στο μέλλον να λειτουργούν με μία μόνο πλήρη βάρδια 7-8 ώρες ημερησίως».
Η δημιουργία μονάδας καύσης στην Κρήτη απορρίπτεται με το αιτιολογικό ότι «δημιουργεί μεγάλο επενδυτικό και λειτουργικό κόστος». Σε σχέση με την αξιοποίηση ή όχι του παραγόμενου RDF από τα ΕΜΑΚ, προτείνεται ότι σαφώς θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια, ώστε αυτό να αξιοποιείται σαν εναλλακτικό καύσιμο. Η αξιοποίησή του ή όχι θα εξαρτάται:
α) από τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους κάθε φορά
β) από την επίτευξη ποσοτικών στόχων ανάκτησης
γ) από τα προβλήματα μεταφοράς του στην Αττική
δ) από τη διαθεσιμότητα των σχετικών βιομηχανιών
Το κόστος της επένδυσης προσδιορίζεται στα 81.121.828 €. Το συνολικό κόστος διαχείρισης, με όλα τα σενάρια που εξετάσθηκαν, ξεκινά το 2013 από 167 €/τόνο, ανεβαίνει το 2014 στη μέγιστη τιμή των 211 €/τόνο και, στη συνέχεια, κατεβαίνει στα 174-183 €/τόνο το 2020, στα 151-160 ε/τόνο το 2030 και στα 129-135 €/τόνο το 2040. Το σημερινό (2011) κόστος συλλογής – μεταφοράς – διάθεσης εκτιμάται σε 159 €/τόνο. Η συμμετοχή ιδιωτών στη χρηματοδότηση εκτιμάται ότι αυξάνει το συνολικό κόστος διαχείρισης κατά 8 ε/τόνο και το «τέλος εισόδου» στις μονάδες κατά 3-11 ε/τόνο.
Εκτιμάται, επίσης, ότι η αξιοποίηση του RDF σαν εναλλακτικού καυσίμου, με μεταφορά στην Αττική, αυξάνει μόνο κατά 1-3 €/τόνο το συνολικό κόστος διαχείρισης.
Σε σχέση με τη δημιουργία μονάδων με τη συμμετοχή των ιδιωτών ή όχι, προτείνεται ότι θα πρέπει σαν πρώτη επιλογή να προτιμηθεί η διαχείριση να γίνεται με δημόσιο τρόπο, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α) να μπορέσει η δημόσια διαχείριση να εξασφαλίσει την απαιτούμενη χρηματοδότηση
β) να διασφαλισθεί ότι η λειτουργία των νέων μονάδων θα είναι αποδοτική και βιώσιμη οικονομικά, όπως περιγράφεται στην πράσινη πρόταση.
Δεύτερη επιλογή διαχείρισης, μπορεί να είναι η συμμετοχή των ιδιωτών στη χρηματοδότηση και στη λειτουργία για 20 έτη των νέων μονάδων, με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι γενικοί όροι και προδιαγραφές, που θα επιλεγούν, που περιγράφονται στην πράσινη πρόταση και θα πρέπει να συμφωνηθούν ρητά μεταξύ ιδιωτών και αρμόδιων αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Διαπιστώσεις – συμπεράσματα
1. Η πρώτη επισήμανση αφορά στην εμφανή αποσιώπηση της πρότασης της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης, που έχει καταθέσει, εδώ και ένα χρόνο, η “Πρωτοβουλία συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων”. Γίνονται επιλεκτικές συγκρίσεις της «πράσινης πρότασης», κυρίως, με τις επιλογές των περιφερειακών σχεδιασμών. Ο συντάκτης της κάνει το ίδιο μεθοδολογικό λάθος, που καταλογίζει στους συντάκτες των μελετών των υφιστάμενων ΠΕΣΔΑ: «δεν συγκρίνονται με αντικειμενικό τρόπο τα στοιχεία κόστους των ενδεχόμενων εναλλακτικών επιλογών ή δεν εξετάζονται άλλες πιο οικονομικές εναλλακτικές επιλογές». Και όχι μόνο πιο οικονομικές, θα προσθέταμε.
2. Προσπερνιούνται ολοκληρωτικά οι προβληματισμοί για την ανάγκη ενός στοιχειώδους κοινωνικού ελέγχου της αλυσίδας της διαχείρισης των απορριμμάτων και δεν υπάρχει σαφής τοποθέτηση στο αίτημα του δημόσιου χαρακτήρα της. Αντίθετα, θεωρείται δεδομένη, σε όλα, σχεδόν, τα εξεταζόμενα σενάρια, η συμμετοχή των ιδιωτών στα κερδοφόρα τμήματα της διαχείρισης. Μια δειλά διατυπωμένη προτίμηση στη «διαχείριση με δημόσιο τρόπο» έρχεται να ακυρωθεί από προϋποθέσεις που τίθενται και επιδέχονται μια ευρεία γκάμα ερμηνειών. Κυρίως, όμως, ακυρώνεται από τη μεγάλη κλίμακα, το σύνθετο χαρακτήρα, την τυποποίηση και το κόστος των εγκαταστάσεων επεξεργασίας, που εξακολουθούν να λειτουργούν αποτρεπτικά στη διαχείρισή τους από δήμους, ομάδες δήμων ή ακόμη και τους αντίστοιχους φορείς διαχείρισης. Για να το πούμε κι αλλιώς: η φύση και το περιεχόμενο της διαχείρισης που προτείνεται προδιαγράφει και το χαρακτήρα της (δημόσιο ή ιδιωτικό).
Ακόμη και οι περιφερειακές εγκαταστάσεις κομποστοποίησης, που προτείνονται, δεν αντιστοιχίζονται σε γεωγραφικές ή διοικητικές ενότητες, που να μπορούν να εκπονούν δικά τους τοπικά σχέδια διαχείρισης, άρα και να έχουν λόγο και άμεση εμπλοκή στο καθεστώς της διαχείρισής τους. Κάτι αντίστοιχο προτείνεται και για τα «πράσινα σημεία», που προβλέπεται να εξυπηρετούν μια σειρά δραστηριότητες εναλλακτικής διαχείρισης ειδικών ρευμάτων. Περιγράφεται ένα θολό καθεστώς σχεδιασμού και χωροθέτησής τους από την περιφέρεια σε συνεργασία με τους ΟΤΑ.. Εκτιμούμε ότι, και σε αυτήν την κατηγορία εγκαταστάσεων, περιγράφεται μια πολιτική «ανοιχτών θυρών» στην ιδιωτικοποίηση.
3. Συντηρείται η λογική των μεγάλων συγκεντρωτικών εγκαταστάσεων, σε περιφερειακό επίπεδο, (με εγκαταστάσεις μηχανικής επεξεργασίας, μεγάλες μονάδες κομποστοποίησης και ΧΥΤΥ). Για το λόγο αυτό ενθαρρύνεται η δημιουργία και η αξιοποίηση νέων ΣΜΑ, στους οποίους, αφενός, η ανάμειξη και η συμπίεση των απορριμμάτων μειώνουν δραστικά τη δυνατότητα ανάκτησης καθαρών υλικών και, αφετέρου, δαπανώνται πολλαπλάσιοι πόροι και ενέργεια για να παραχθούν υλικά λίγο ή καθόλου αξιοποιήσιμα. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο.
- Στην περίπτωση της Αττικής, οι μονάδες μηχανικής επεξεργασίας σύμμεικτων (800.000 τ/έτος) αντιπροσωπεύουν, διαχρονικά, το 25-33% του συνόλου των ΑΣΑ. Οι κεντρικές μονάδες κομποστοποίησης (620.000 τ/έτος) αντιπροσωπεύουν, διαχρονικά, το 20-25% του συνόλου των ΑΣΑ. Τα δε αντίστοιχα ποσοστά για τις περιφερειακές μονάδες κομποστοποίησης είναι 8-10%. Αν τα αθροίσουμε αυτά, παίρνουμε ποσοστά της τάξης του 53-68% της συνολικής ποσότητας των ΑΣΑ της περιφέρειας. Αν δε δεχθούμε σαν γεγονός με μονιμότερα χαρακτηριστικά την πτωτική τάση της ποσότητας των παραγόμενων αποριμμάτων, το ποσοστό των σύμμεικτων ΑΣΑ που οδηγείται στις μονάδες επεξεργασίας θα είναι τελικά πολύ υψηλότερο.
- Στην περίπτωση της Κρήτης, μόνο η δυναμικότητα των ΕΜΑΚ και των μονάδων κομποστοποίησης υπερβαίνει, κατά πολύ, τη σημερινή συνολική παραγωγή ΑΣΑ. Χωρίς, δηλαδή, να (συν)υπολογιστούν οι ποσότητες που θα ανακτώνται, με την ανακύκλωση (και την προβλεπόμενη εντατικοποίησή της!). Η εξήγηση για τις αυξημένες απαιτήσεις επεξεργασίας σύμμεικτων, τα πρώτα χρόνια, δεν αναιρεί τον παράλογο χαρακτήρα της συγκεκριμένης επιλογής.
4. Δεν γίνεται αναφορά στην αιτιώδη σχέση του συγκεντρωτικού (και γι αυτό αδιαφανούς και χωρίς κοινωνικό έλεγχο) τρόπου διαχείρισης των ΑΣΑ και του τεράστιου ζητήματος της επιμόλυνσής τους με επικίνδυνα απόβλητα, που προέρχονται από βιομηχανικές και άλλες δραστηριότητες και διατίθενται παράνομα μαζί με τα αστικά.
5. Λόγω της ιδιάζουσας σημασίας της υπόθεσης, θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε το γεγονός ότι η «πράσινη πρόταση» για την Αττική, προβλέπει τη λειτουργία του ΧΥΤΑ Φυλής μέχρι το 2062. Όταν είναι προφανής η «εξάντληση» της περιοχής και επιτακτική ανάγκη η δρομολόγηση του άμεσου κλεισίματός του, σε συνδυασμό με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα περιβαλλοντικής αποκατάστασης της ευρύτερης περιοχής.
6. Παρατηρείται μια μεταστροφή ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια αποσαφήνιση θέσης στο θέμα της καύσης. Υπάρχει μια κατηγορηματική απόρριψη της ιδέας της απευθείας καύσης σύμμεικτων και της καύσης δευτερογενών προϊόντων, μέσω της βιολογικής ξήρανσης (SRF). Δεν γίνεται το ίδιο με το δευτερογενές καύσιμο RDF, προϊόν ορισμένων εγκαταστάσεων μηχανικής επεξεργασίας. Στην περίπτωση της Αττικής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η παραγωγή, άρα και η καύση, RDF θεωρείται ότι μπορεί να περιλαμβάνεται στη βέλτιστη λύση.
Ευθέως γίνεται λόγος για καύση σε τσιμεντάδικα. Εξετάζονται, όμως, οικονομικά σενάρια ενεργειακής αξιοποίησής του με καθεστώς επιδότησης ΑΠΕ, λόγω της βιομάζας που περιέχει. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, καύση για ηλεκτροπαραγωγή, φυσικά, σε διαφορετικές συνθήκες απ’ ότι σε ένα τσιμεντάδικο. Εκτός όλων των άλλων, δίνεται κάλυψη, με αυτόν τον τρόπο, στη διαφαινόμενη πρόθεση του ΥΠΕΚΑ να γενικεύσει την καύση RDF (γιατί όχι και SRF) σε εγκαταστάσεις, αμιγώς, ηλεκτροπαραγωγής, ακόμη και στην εισαγωγή τους για το σκοπό αυτό από το εξωτερικό. Είναι πολύ γνωστή και χιλιοσυζητημένη η περίπτωση των μονάδων της εταιρείας ENGAL (στο Βόλο και αλλού), με πρώτη ύλη εισαγόμενα απόβλητα από την Ιταλία.
7. Υπάρχει μια επιμονή και υπεράσπιση των εθνικών συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης, όταν είναι γνωστό ότι ορισμένα από αυτά, και κυρίως το βασικό σύστημα ανακύκλωσης υλικών συσκευασίας (οι μπλε κάδοι) της ΕΕΑΑ, έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή και, σε μεγάλο βαθμό, ανεξέλεγκτα στη λειτουργία τους. Πουθενά δεν αξιολογείται η εμπειρία από τη λειτουργία δημοτικών συστημάτων ανακύκλωσης. Δεν φωτίζεται, σχεδόν καθόλου, το γεγονός ότι η διάθεση των ανακυκλώσιμων υλικών γίνεται μέσω των ΚΔΑΥ, που στο σύνολό τους τα διαχειρίζονται ιδιώτες, οι οποίοι, φυσικά, κερδίζουν από την εμπλοκή τους σε αυτήν τη δραστηριότητα. Αντίθετα, οι δήμοι, που έχουν την ευθύνη της αποκομιδής «μπαίνουν μέσα» συστηματικά, ακόμη κι αν συνυπολογιστούν οι μπλε κάδοι και τα λίγα απορριμματοφόρα που τους διατίθενται στην αρχική φάση.
Το σύστημα αυτό έχει πόρους το «τέλος ανακύκλωσης» και τα έσοδα από την πώληση των ανακυκλώσιμων υλικών. Δεν είναι τεκμηριωμένο αν είναι, πλήρως, ανταποδοτικό ή ακόμα και κερδοφόρο. Το βέβαιο είναι ότι υπάρχουν μέρη του συστήματος (ιδιώτες) που κερδίζουν και άλλα (οι πολίτες που έχουν πληρώσει το «τέλος ανακύκλωσης» και έχουν ξεχωρίσει τα ανακυκλώσιμα και οι δήμοι που τα έχουν συλλέξει) που χάνουν. Επίσης, έχει καταγγελθεί επανειλημμένα στον τύπο, ότι η Ε.Ε.Α.Α. δεν αποδίδει τα οφειλόμενα στους δήμους, δεν δημοσιοποιούνται οι οφειλές αυτές, ούτε οι επιδοτήσεις που καταβάλλονται στα ιδιωτικά κέντρα ανακύκλωσης, ούτε βέβαια τα έσοδα από την πώληση των υλικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε η Ε.Ε.Α.Α., αλλά ούτε και ο εθνικός φορέας που είναι επιφορτισμένος να την εποπτεύει (Ε.Ο.Ε.Δ.Σ.Α.Π) δεν δημοσιοποιούν το εγκεκριμένο σχέδιο διαχείρισης της ανακύκλωσης, με βάση το οποίο θα έπρεπε να προσδιορίζονται οι οφειλές προς τους δήμους (άρα, και προς τους πολίτες). Το ερώτημα είναι: για ποιο λόγο οι συντάκτες της «πράσινης πρότασης» υποβαθμίζουν το θέμα, υποστηρίζοντας γενικά ότι η διαχείριση των απορριμμάτων έχει κόστος και γιατί δεν προτείνεται ο απεγκλωβισμός των δήμων από ένα τέτοιο διάτρητο σύστημα; Και επιπλέον: γιατί αυτή η ανοχή στο καθεστώς αδιαφάνειας που διέπει όλη την αλυσίδα, από την είσπραξη του τέλους, μέχρι την κατανομή του και τα οικονομικά αποτελέσματα της διάθεσης των ανακυκλώσιμων υλικών;
8. Με βάση τα παραπάνω, η οικονομική προσέγγιση που γίνεται αντιμετωπίζει το ζήτημα σαν ένα άθροισμα από επιμέρους κόστη, που μπορεί να είναι λιγότερα ή περισσότερα. Τα αναμενόμενα έσοδα παρουσιάζονται, σχεδόν, φιλολογικά και, κατά τη γνώμη μας, υποτιμημένα. Η διάθεση των ανακυκλώσιμων υλικών (χαρτί, μέταλλα, πλαστικά κλπ.) και η πιθανή παραγωγή βιοαερίου δεν αποφέρουν έσοδα; Το ίδιο δεν ισχύει με το παραγόμενο κομπόστ ή τα αδρανή, που θα μπορούσαν να αποφέρουν έσοδα ή εξοικονόμηση πόρων για τους δήμους; Η κοινωνική χρησιμότητα και διάθεση των επισκευαζόμενων υλικών (έπιπλα, ηλ. συσκευές κλπ.) δεν αποτιμάται σε οικονομικό όφελος; Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι δεν αποσαφηνίζεται με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό τα παραπάνω επηρεάζουν το τελικό κόστος διαχείρισης. Το οποίο στην περίπτωση της πράσινης πρότασης2 είναι πολύ υψηλότερο από το σημερινό3 και κατά πολύ υψηλότερο από αυτό της αποκεντρωμένης διαχείρισης4.
9. Η προσέγγιση αυτή, βέβαια, έχει την πολιτική εξήγησή της: ενώ χρησιμοποιούνται επιχειρήματα περιβαλλοντικά, οικονομικά και νομικά, πουθενά δε γίνεται λόγος για το ποιος πρέπει να είναι ο ωφελούμενος από την όποια επιλογή διαχείρισης. Αποκρύπτεται, έτσι, ότι στην τοπική αυτοδιοίκηση επιφυλάσσεται ο ρόλος του «χαμάλη» και ότι το σημαντικότερο μέρος των δυνητικών ωφελειών από μια εναλλακτική διαχείριση των απορριμμάτων, σαν αυτές που προαναφέρθηκαν, θα συνεχίσουν να το καρπώνονται οι «παραδοσιακοί» εργολάβοι μαζί με μια νέα φουρνιά «πράσινων» εργολάβων.
10. Αν υπάρχει μια περίπτωση σύγκρισης της «πράσινης πρότασης» με την πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης, αυτή εντοπίζεται σε μια υπόγεια φιλολογία – φημολογία ότι η δεύτερη δεν μπορεί να συζητείται, στην περίπτωση της Αττικής, για λόγους αδυναμίας χωροθέτησης των αποκεντρωμένων εγκαταστάσεων ολοκληρωμένης διαχείρισης, που θα μπορούσαν να περιοριστούν σε 30-35 σημεία, που θα υποδείξουν οι ίδιοι οι δήμοι.
Ποιες είναι οι αντίστοιχες ανάγκες χωροθέτησης περιφερειακών εγκαταστάσεων της «πράσινης πρότασης» για την Αττική; Έχουμε και λέμε: δέκα (10) περιφερειακές εγκαταστάσεις κομποστοποίησης, τριάντα δύο (32) διαδημοτικά πράσινα σημεία – κέντρα ανάκτησης και, τουλάχιστον, δέκα (10) κεντρικοί σταθμοί μεταφόρτωσης (ΣΜΑ). Μιλώντας, πάντα, για χώρους που θα πρέπει να προκύψουν από μια θολή διαδικασία συνεννόησης περιφέρειας και δήμων. Χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τις δυσκολίες υλοποίησης της χωροθέτησης των κεντρικών εγκαταστάσεων, που προβλέπει η «πράσινη πρόταση», δεδομένου ότι θα διαχειρίζονται μεγάλες ποσότητες σύμμεικτων (άρα και «ανεπιθύμητων») απορριμμάτων. Τελικά, ποια πρόταση αντιμετωπίζει προβλήματα χωροθέτησης;
11. Και ένα τελευταίο ζήτημα. Η αναφορά στη χωροθέτηση, συνδέεται με το πόσο γρήγορα μπορούν να γίνουν οι αναγκαίες υποδομές διαχείρισης. Με το ίδιο ζήτημα συνδέεται και το ρίσκο της (μη) εξασφάλισης της χρηματοδότησης προτάσεων και επιλογών πολύ υψηλού συνολικού κόστους. Αυτό αφορά, κυρίως, την υλοποίηση των υφιστάμενων ΠΕΣΔΑ. Δεν εξαιρούνται, όμως, από αυτό τον κίνδυνο, έστω σε μικρότερο βαθμό, και οι επιλογές της «πράσινης πρότασης». Σε αντίθεση, με τις χαμηλού κόστους επένδυσης και διαχείρισης επιλογές της αποκεντρωμένης διαχείρισης.
Κλείνοντας αυτήν την πρώτη απόπειρα κριτικής αξιολόγησης της «πράσινης πρότασης», θα μπορούσαμε, πολύ συνοπτικά, να την χαρακτηρίσουμε σαν μια κλασική πρόταση «πράσινης επιχειρηματικότητας». Πρόκειται για μια πρόταση, που αιωρείται ανάμεσα στην «καθαρόαιμη» φιλοεργολαβική επιλογή των υφιστάμενων σχεδιασμών και στην αντίληψη της κοινωνικής διαχείρισης των απορριμμάτων, υιοθετώντας βασικά στοιχεία της πρώτης. Επιδιώκει την αναθεώρηση των περιφερειακών σχεδιασμών, μέχρι του σημείου που θα χωρέσουν τις όποιες βελτιωτικές επιλογές. Από αυτήν την άποψη, διαπνέεται από έναν εμφανή τακτικισμό, γι αυτό και δεν ανοίγει όλη την ατζέντα των αναγκαίων αλλαγών (όπως τα θέματα των εθνικών συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης ή της επιμόλυνσης των ΑΣΑ με επικίνδυνα βιομηχανικά). Δημιουργεί συγχύσεις, ως προς το περιεχόμενο μιας πραγματικά εναλλακτικής πρότασης διαχείρισης και, ως ένα σημείο, δυσκολεύει την ανάπτυξη πρωτοβουλιών για τη διαμόρφωση ολοκληρωμένων τοπικών σχεδίων διαχείρισης. Ελπίζουμε ότι αυτή μας η προσπάθεια, για μια κριτική προσέγγισή της, συμβάλλει στην αποσαφήνιση κάποιων ζητημάτων και στην ανάπτυξη ενός γόνιμου και αποτελεσματικού διαλόγου.
3/3/2012
Δέσποινα Σπανούδη, χημικός μηχανικός
περιφερειακή σύμβουλος Στερεάς
Τάσος Κεφαλάς, ηλεκτρολόγος μηχανικός
μέλος της «Πρωτοβουλίας συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων
1 Σε κάθε περίπτωση είναι γνωστό ότι η σημερινή παραγωγή απορριμμάτων έχει σημαντικά πτωτικές τάσεις έτσι ώστε ακόμη και η προσέγγιση των 500 kg/έτος/κάτοικο, να έχει μεγάλο βαθμό ασφάλειας.
2 στην Αττική ξεκινά από 235-244 €/τόνο, το 2015, για να φτάσει τα 166-170 €/τόνο, το 2040
3 περίπου στα 135 €/τόνο (εκτίμηση της Πρωτοβουλίας συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων)
4 ξεκινά από 115 €/τόνο το 2013 για να φθάσει τα 42,7 €/τόνο το 2020 (ίδια εκτίμηση με το σημείο 3)