ECOREC

ΠΡΑΣΙΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ

Αντί προλόγου

Η παρούσα Πράσινη Πρόταση έρχεται να συμβάλλει στο δημόσιο διάλογο που συντελείται τα τελευταία χρόνια στην Αττική, αλλά και στην Ελλάδα, σχετικά με το εάν είναι βιώσιμη και ρεαλιστική η διαχείριση των απορριμμάτων με βάση τις ολοκληρωμένες προτάσεις τόσο των οικολογικών οργανώσεων, όσο και πολιτικών φορέων και εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι θετική και αποδεικνύεται από την ολοκληρωμένη πρόταση για «Πράσινη Διαχείριση Απορριμμάτων», που εκπονήθηκε για την Κρήτη, αλλά και από την παρούσα Πράσινη Πρόταση για την Αττική.

Η παρούσα πρόταση έρχεται να συμπληρώσει τα κενά που υπάρχουν στις μέχρι σήμερα πιο πρόσφατες προσεγγίσεις για τον περιφερειακό σχεδιασμό διαχείρισης απορριμμάτων στην Αττική και να καταθέσει πολλά νέα δεδομένα, που δεν έχουν μέχρι σήμερα ληφθεί σοβαρά υπόψη.

Οι 3 τελευταίες μελέτες του ΠΕΣΔΑ Αττικής ήταν: α) «ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ (ΠΕ.Σ.Δ.Α.) ΑΤΤΙΚΗΣ» (ENVIROPLAN, 2006), β) Η «Υλοποίηση των Απαραίτητων Υποδομών για την Επεξεργασία των ΑΣΑ της Περιφέρειας Αττικής» (ΕΠΕΜ και Φραντζής, 2009), και γ) Η «Επικαιροποίηση – τεκμηρίωση της μελέτης Κόστους-Οφέλους Μ.Ε.Α. Αττικής» το Μάρτιο του 2011 (Φραντζής, 2011). Σχετικά με τις παραπάνω μελέτες, αλλά και γενικότερα για όλες τις μέχρι σήμερα προσεγγίσεις και διαδικασίες προσδιορισμού του ΠΕΣΔΑ Αττικής, θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:

  • Δεν έχει ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η συνολική παραγωγή απορριμμάτων, λόγω της ύφεσης και της οικονομικής κρίσης, από το 2009 και μετά μειώνεται συνεχώς. Η εκτίμηση, στην παρούσα μελέτη, είναι ότι στην Αττική θα επανέλθουμε στο επίπεδο παραγωγής απορριμμάτων του 2009 σχεδόν μετά από μία δεκαετία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η μείωση των απορριμμάτων της Αττικής το 2013 θα είναι μεγαλύτερη από 17% σε σχέση με το 2008 και φυσικά θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη στους σχεδιασμούς (τουλάχιστον στην επικαιροποίηση του 2011).
  • Έχει ληφθεί πολύ λίγο υπόψη ή έχει υποεκτιμηθεί η σημαντική δυναμική της ανακύκλωσης και εναλλακτικής διαχείρισης, μέσω των Συστημάτων Εναλλακτικής Διαχείρισης (ΣΕΔ). Από το 2004 έως το 2009 αυξήθηκε η ανακύκλωση σε όλη την Ελλάδα κατά περίπου 350.000 τόνους ετησίως, χωρίς ιδιαίτερη επένδυση στην ενημέρωση και στην αλλαγή της συμπεριφοράς των πολιτών. Μάλιστα, αυτός ο ρυθμός αύξησης της ανακύκλωσης φαίνεται ότι με την οικονομική κρίση και την ανεργία μεγαλώνει, παρά την μείωση των απορριμμάτων, με αύξηση της συνολικής ανάκτησης, μέσω της οργανωμένης ανακύκλωσης με τα ΣΕΔ, αλλά κυρίως από τους πλανόδιους ρακοσυλλέκτες Έλληνες ή μετανάστες.
  • Ουσιαστικά δεν τίθενται στόχοι για την εκτροπή υλικών πριν την τελική επεξεργασία (ή όταν τίθενται είναι οριακό το μέγεθός τους), αξιοποιώντας σύγχρονες μεθόδους και τεχνικές, που αρχίζουν πλέον να έχουν δυναμική και στη χώρα μας και εφαρμόζονται με επιτυχία σε όλη την Ευρώπη. Τέτοιες μέθοδοι είναι οι δράσεις πρόληψης, η οικιακή κομποστοποίηση, οι μηχανικοί κομποστοποιητές, η Διαλογή στην Πηγή (ΔσΠ) των οργανικών, τα Πράσινα Σημεία, η επέκταση & εντατικοποίηση της λειτουργίας των υπαρχόντων ΣΕΔ και ενδεχομένως η μελλοντική δημιουργία νέων ΣΕΔ (π.χ. για έπιπλα, ρούχα κ.ά.). Η εφαρμογή αυτών των μεθόδων είναι πολύ συμφέρουσα και οικονομική για τους δήμους της χώρας. Μη εντάσσοντας ή υποεκτιμώντας τέτοιες οικονομικές μεθόδους στον ΠΕΣΔΑ Αττικής, ουσιαστικά επιλέγεται να μετακυληθεί η διαχείριση – επεξεργασία σε μεγαλύτερες και άρα ακριβότερες τεχνολογίες τελικής διαχείρισης.
  • Αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης είναι η υποεκτίμηση των δυνατοτήτων εναλλακτικής διαχείρισης σε αρχικά στάδια, και συνεπώς η υπερεκτίμηση της προς τελική επεξεργασία ποσότητας απορριμμάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επίτευξη των στόχων των Οδηγιών 31/1999 και 98/2008 αναμένεται να γίνει κυρίως μέσω μεγάλων και ακριβών μονάδων τελικής επεξεργασίας, που αφορούν κυρίως σύμμεικτα απορρίμματα.
  • Παρά τα νέα δεδομένα, που θέτει η πρόσφατη Οδηγία Πλαίσιο (EC 98/2008) για τα απόβλητα, δε δίνεται σχεδόν καθόλου βάρος σε σύγχρονες δράσεις, τεχνικές και μεθόδους εναλλακτικής διαχείρισης πριν τον σχεδιασμό και την διαστασιολόγηση των μεγάλων έργων τελικής επεξεργασίας, με αποτέλεσμα να προτείνονται έργα μεγάλης δυναμικότητας και μικρής ευελιξίας, που κινδυνεύουν τις επόμενες δεκαετίες, που θα λειτουργούν, είτε να μην έχουν απορρίμματα να επεξεργαστούν είτε να μην είναι τότε βιώσιμα είτε να υποχρεώνονται οι τοπικές κοινωνίες να καταβάλουν σημαντικά πρόστιμα, εάν τελικά δεσμευθούν ή υποχρεωθούν σήμερα οι ΟΤΑ σε σημαντικές εγγυημένες μελλοντικές ποσότητες προς αυτές τις μεγάλες μονάδες, που σχεδιάζονται.
  • Και στις τρεις πρόσφατες προσεγγίσεις δε γίνεται λεπτομερής πρόβλεψη της δυναμικής διαχρονικής εξέλιξης όλων των παραγόντων που σχετίζονται με την παραγωγή, τη ΔσΠ, την ανακύκλωση, την εναλλακτική διαχείριση και την επεξεργασία, που επηρεάζουν την σύσταση των προς διαχείριση υλικών, και τη διαχρονική βιωσιμότητα των τελικών μονάδων επεξεργασίας, που προτείνονται. Για παράδειγμα, στην πρώτη μελέτη (ENVIROPLAN, 2006), που επικαιροποιεί τον μέχρι τότε περιφερειακό σχεδιασμό, προτείνονται να γίνουν Πράσινα Σημεία, αλλά δεν προβλέπεται πόσα πρέπει να γίνουν, πόσο θα κοστίσουν, τι υλικά θα διαχειρίζονται, πως μπορούν να αυξηθούν οι εισερχόμενες ποσότητες και το κυριότερο δεν υπάρχει αναφορά στο πως θα επηρεάσουν το κόστος διαχείρισης των ΟΤΑ, αφού θα ελαχιστοποιηθεί το μεγάλο κόστος συλλογής και μεταφοράς. Όλα παραπέμπονται σε επόμενες μελέτες και μελλοντικές προσεγγίσεις, που όμως δεν γίνονται. Εάν αυτά τα ζητούμενα δεν προσδιορισθούν στον ΠΕΣΔΑ ή στην επικαιροποίηση του όποιου ΠΕΣΔΑ, που άραγε θα γίνουν και από ποιον; Στο σημείο αυτό υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα με την έλλειψη συγκεκριμένων προδιαγραφών και περιεχομένου των ΠΕΣΔΑ.
  • Και στις τρεις προσεγγίσεις γίνεται ένα μόνιμο μεθοδολογικό λάθος. Δε συγκρίνονται με αντικειμενικό τρόπο τα στοιχεία κόστους των ενδεχόμενων εναλλακτικών επιλογών ή δεν εξετάζονται άλλες πιο οικονομικές εναλλακτικές επιλογές. Η κοινή πρακτική είναι να παρατίθενται γενικά στοιχεία κόστους κατασκευής των διαφόρων τεχνολογιών και να μην υπολογίζεται το συνολικό διαχρονικό κόστος διαχείρισης για τους δήμους σε €/t πριν και μετά την εφαρμογή του κάθε σχεδιασμού ή της κάθε τεχνολογίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένας άλλος διαχρονικός παράγοντας. Στην περίπτωση του Φραντζή 2011, εκτιμάται απλώς το κόστος της τελικής επεξεργασίας και διαχείρισης για μία χρονιά λειτουργίας διαφόρων έργων, για ένα μόνο σενάριο διαχείρισης.
  • Αποτέλεσμα της προηγούμενης έλλειψης είναι να μην υπολογίζεται και το συνολικό επιπλέον κόστος (σε €), που θα κληθούν να καταβάλουν οι πολίτες μέσα από τα δημοτικά τέλη, ανάλογα με το επιλεγόμενο σενάριο. Μάλιστα, το «τέχνασμα» που χρησιμοποιείται από παράγοντες των υπουργείων και πολλούς εμπλεκόμενους, είναι να ανάγεται το συνολικό κόστος της ακριβής επιλογής σε € ανά κάτοικο. Έτσι, η συζήτηση ανάγεται στο εάν τα επιπλέον 50-100 €/κάτοικο ετησίως είναι πολλά ή λίγα, χωρίς όμως να έχουμε συγκριτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν αυτούς τους ισχυρισμούς.
  • Επίσης, και στις τρεις προσεγγίσεις δεν εκτιμάται το διαχρονικό τελικό «Τέλος Εισόδου» στις μονάδες, συμπεριλαμβάνοντας και το πιθανό χρηματοοικονομικό κόστος και ένα εύλογο κέρδος του πιθανού επενδυτή. Όλα υποτίθεται ότι θα ανακοινωθούν ή θα εκτιμηθούν μετά την προκήρυξη και την ανάθεση των όποιων έργων. Δηλαδή όταν θα είναι πολύ αργά για να αναθεωρηθεί η όποια απόφαση. Ακριβώς το ίδιο είχε γίνει με την κατασκευή του ΕΜΑΚ Άνω Λιοσίων: μετά την κατασκευή του και αφού διαπιστώθηκε ότι το κόστος λειτουργίας είναι πολύ υψηλό, δε στέλνουν πλέον στη μονάδα τους απαιτούμενους τόνους. Έτσι, το 2011, αυτή υπολειτούργησε κατά περίπου 200.000 τόνους για να μην ανέβει υπέρμετρα το Τέλος Εισόδου στη Φυλή.
  • Επίσης, αποσιωπάται συστηματικά το γεγονός της «αξιοποίησης» του παραγόμενου RDF-SRF, που σύμφωνα με το τελευταίο σενάριο της προκήρυξης έργων, εκτιμάται σε περίπου 600.000 τόνους ετησίως. Αυτό δεν προσδιορίζεται σε καμία μελέτη, ούτε υπάρχει κάποια επίσημη τοποθέτηση από τους αρμόδιους φορείς, για το ποιος, που και πως θα το διαχειριστεί και πόσο θα κοστίσει. Είναι δυνατόν να μιλάμε για Περιφερειακό Σχεδιασμό και για τελικές αποφάσεις διαχείρισης και να μην προσδιορίζεται τι θα γίνει το καύσιμο υλικό, που σχεδιάζεται να παράγεται από αυτό το Σχεδιασμό; Το πάθημα του ΕΜΑΚ στα Άνω Λιόσια και της Βιοξήρανσης στο Ηράκλειο, όπου όλο το RDF-SRF που έχει παραχθεί τα τελευταία 7 χρόνια θάβεται στους ΧΥΤΑ, θα έπρεπε να έχει γίνει μάθημα.
  • Ενώ δεν έχει ανακοινωθεί τίποτα από την πολιτεία για την τύχη του παραγόμενου RDF-SRF, ενώ εμποδίζεται διαχρονικά η ανάπτυξη της Διαλογής στην Πηγή (ΔσΠ) των ανακυκλώσιμων και οργανικών υλικών, παράλληλα προωθείται η δημοπράτηση των 4 έργων με μέγιστη δυνατή παραγωγή RDF-SRF. Υποχρεωτικά, αυτό το υπόλειμμα θα πρέπει αναγκαστικά να οδηγηθεί για καύση. Αυτό εξηγεί και τον όρο που έχει προταθεί για 25% μέγιστο ποσοστό επεξεργασμένων απορριμμάτων που θα οδηγηθούν στην ταφή, μια και αυτό μπορεί να εξασφαλισθεί μόνο με την καύση. Εφόσον ο στόχος είναι, όπως εξάλλου προβλέπει και η νομοθεσία, η μείωση των απορριμμάτων που οδηγούνται σε ταφή, πρέπει να προκηρυχθούν πρώτα οι μονάδες κομποστοποίησης προδιαλεγμένων οργανικών και πολλές άλλες δράσεις πριν την τελική επεξεργασία, όπως τα Πράσινα Σημεία, η οικιακή κομποστοποίηση, οι Μηχανικοί Κομποστοποιητές, δράσεις Πρόληψης – ενημέρωσης κ.ά.
  • Τέλος, ίσως η σημαντικότερη παράληψη των προσεγγίσεων και τοποθετήσεων όλων των μελετητών, των ειδικών, των συμβούλων και των εμπλεκόμενων με τους ΠΕΣΔΑ από το 2008 μέχρι σήμερα, είναι ότι κανείς δεν έχει απαντήσει εάν η όποια επιλογή προτείνουν ικανοποιεί τις νομικές υποχρεώσεις της χώρας, που τίθενται με συγκεκριμένους ποιοτικούς τρόπους και ποσοτικούς στόχους στην Οδηγία 98/2008. Μάλιστα, στην περίπτωση της μελέτης Φραντζή 2011, ήταν γνωστοί οι νέοι ποσοστικοί στόχοι της Οδηγίας 98/2008 και παρά τον υποτιθέμενο χαρακτήρα «επικαιροποίησης του ΠΕΣΔΑ», δεν εκτιμήθηκε εάν επιτυγχάνονται οι στόχοι της Οδηγίας. Ούτε βέβαια ζητήθηκε, ως όφειλε, από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση της Περιφέρειας, που ανέθεσε τη μελέτη, να υπάρχει αυτή η εκτίμηση.

Είναι σαφές ότι αυτή η αναποτελεσματική, ακριβή, χρονοβόρα και αδιαφανής μεθοδολογία προσέγγισης του προβλήματος της διαχείρισης των απορριμμάτων στην Αττική, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, δεν μπορεί να συνεχισθεί άλλο.

Στην παρούσα μελέτη γίνεται προσπάθεια να καλυφθούν, για την περίπτωση της Αττικής, τα κενά που περιγράφτηκαν παραπάνω, ώστε πριν την τελική απόφαση, τα αρμόδια υπουργεία και η Περιφέρεια, να έχουν ξεκάθαρα όλα τα δεδομένα, για να καταλήξουμε στην καλύτερη δυνατή απόφαση διαχείρισης των απορριμμάτων για τους πολίτες της Αττικής.

Η άγνοια δεν είναι πλέον επαρκές επιχείρημα.

Φίλιππος Κυρκίτσος
Πρόεδρος της Οικολογικής Εταιρείας Ανακύκλωσης
Συντάκτης της Πράσινης Πρότασης

Όλη την Πράσινη Πρόταση μπορείτε να δείτε στην ιστοσελίδα της ΟΕΑ .