Θέτοντας το φιλόδοξο στόχο της δημιουργίας της «Ευρωπαϊκής κοινωνίας της ανακύκλωσης, με υψηλό επίπεδο εξοικονόμησης φυσικών πόρων», η Ευρωπαϊκή Οδηγία 98/2008/ΕΚ ζητάει από κάθε Ευρωπαϊκή χώρα να εφαρμόσει μια συστηματική προσέγγιση αναφορικά με τη συλλογή και διαχείριση των αποβλήτων. Θέτει επίσης κι έναν ποσοτικό στόχο: μέχρι το 2020, τουλάχιστον το 50% των δημοτικών στερεών αποβλήτων πρέπει να επαναχρησιμοποιείται ή να ανακυκλώνεται.
Ακόμα κι αν η Οδηγία δεν απαιτούσε τη διαλογή των βιοαποβλήτων στην πηγή, σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι ο στόχος δε θα μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αυτήν: μια μέση ευρωπαϊκή σκουπιδοσακούλα περιέχει 35% βιοαπόβλητα. Αυτό το ποσοστό είναι ακόμη υψηλότερο σε χώρες του νότου όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Διαχείρισης Αποβλήτων της Καταλονίας, η διαλογή στην πηγή των ανακυκλώσιμων υλικών συσκευασίας μπορεί να φτάσει συνολικά στο 20%. Όταν τα βιοαπόβλητα συλλέγονται με διαλογή στην πηγή, σε ξεχωριστούς κοινόχρηστους κάδους, επιτυγχάνεται 35% ανάκτηση. Άρα, πώς θα επιτευχθεί το 50%; Ο μόνος τρόπος, αναφέρει η Υπηρεσία, είναι ένα εντατικό και εκτεταμένο πρόγραμμα διαλογής στην πηγή, όπως η συλλογή πόρτα-πόρτα. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Υπηρεσία κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα στηριζόμενη σε δεδομένα 725 δήμων, από τους 947, που ήδη εφαρμόζουν διαλογή βιοαποβλήτων στην πηγή.
Η διαλογή των βιοαποβλήτων στην πηγή δεν είναι μόνο θέμα νομικής υποχρέωσης˙ είναι επίσης ένα θέμα περιβαλλοντικό και οικονομικό. Οι ισχυρότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που απορρέουν από τη διαχείριση των απορριμμάτων, όταν αυτά θάβονται, είναι οι εκπομπές μεθανίου στην ατμόσφαιρα, η παραγωγή στραγγισμάτων στο έδαφος και η χρήση γης. Η επονομαζόμενη Οδηγία για τους ΧΥΤΑ (1999/31/ΕΚ) απευθύνεται σε αυτά τα προβλήματα και θέτει την προοδευτική μείωση της ποσότητας βιοαποδομήσιμων υλικών, που οδηγούνται προς ταφή (βιοαπόβλητα και χαρτί). Εν τούτοις, τα βιοαπόβλητα πρέπει να θεωρούνται φυσικός πόρος, επειδή μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή κομπόστ, ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας.
Κομπόστ άριστης ποιότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στη γεωργία, προσφέροντας υψηλές αποδόσεις. Για την παραγωγή καλού κομπόστ, η διαλογή στην πηγή είναι προαπαιτούμενη, επειδή μόνο τότε οι επιμολύνσεις, από μη οργανικά υλικά, είναι σε χαμηλά ποσοστά. Οι κλασικές πλαστικές σακούλες απορριμμάτων, που κατασκευάζονται κυρίως από πολυαιθυλένιο, αποτελούν ανεπιθύμητο υπόλειμμα, που πρέπει να απομακρύνεται από τη διαδικασία της κομποστοποίησης. Αντ’ αυτού, οι βιοαποδομήσιμες σακούλες απορριμμάτων συμπεριφέρονται, μέσα στη διαδικασία της κομποστοποίησης, με τον ίδιο τρόπο όπως και τα βιοαπόβλητα, μειώνοντας έτσι το κόστος επεξεργασίας, το κόστος τελικής διάθεσης του πλαστικού και τέλος, οδηγούν σε παραγωγή καλύτερου προϊόντος.
Από περιβαλλοντικής πλευράς, η χρήση του κομπόστ στη γεωργία είναι ένας τρόπος καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, αξιοποιώντας το κομπόστ ως ταμιευτήρα άνθρακα. Επιπλέον, είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος της διάβρωσης και της ερημοποίησης των εδαφών, που προκαλείται από τη χαμηλή περιεκτικότητα σε οργανικές ύλες.
Όταν μια μονάδα κομποστοποίησης λειτουργεί αναερόβια, παράγει βιοαέριο, το οποίο στη συνέχεια μετατρέπεται σε ηλεκτρική και θερμική ενέργεια, η οποία έχει εμπορική αξία και αποδίδει οικονομικά. Από αυτή την οπτική, όταν τα βιοαπόβλητα δε διαχειρίζονται με την καλύτερη δυνατή μέθοδο, εκτός από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα χαμένα πλεονεκτήματα από την ορθή διαχείριση.
Η εφαρμογή της διαλογής των βιοαποβλήτων στην πηγή είναι σημαντική για πολλούς λόγους. Τα περιβαλλοντικά και τα νομικά ζητήματα δεν είναι τα μόνα, παρότι είναι επείγοντα και δεν μπορούν να αγνοηθούν. Το γεγονός όμως παραμένει, ότι η συλλογή και η επεξεργασία των βιοαποβλήτων, με τον καλύτερο τρόπο, αποδίδει και οικονομικά παράγοντας ηλεκτρική και θερμική ενέργεια και άριστης ποιότητας κομπόστ. Σε αυτήν τη βάση, είναι σημαντική η προώθηση καλών πρακτικών, με μια διαχειριστική προσέγγιση από την πηγή στην πηγή, ενσωματώνοντας ολόκληρους τους κύκλους παραγωγής και κατανάλωσης. Για τη διάχυση των πλεονεκτημάτων αυτών, απαιτείται η συνεργασία αλλά και η ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης, των ιδρυμάτων, των μονάδων επεξεργασίας και των ιδιωτών.
Πηγή: www.novamont.com