ECOREC

H κριτική στην Πράσινη Πρόταση από την “Πρωτοβουλία συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων” (μέρος ΙΙ)

Μια «πράσινη πρόταση» με γκρίζες περιοχές

(μέρος ΙΙ)

Πριν από λίγες ημέρες (3/3/212) δημοσιοποιήθηκε (από τους Δ. Σπανούδη και Τ. Κεφαλά), κριτική στην «πράσινη πρόταση» των 4 ΜΚΟ για τη διαχείριση των απορριμμάτων. Σκοπός της ήταν, σε μια περίοδο λήψης κρίσιμων αποφάσεων, να αναδειχθούν τα τρωτά σημεία και οι αντιφάσεις μιας πρότασης, η οποία παρουσιάζεται σαν εναλλακτική της υφιστάμενης διαχείρισης και η οποία για πολύ μεγάλο διάστημα είχε μείνει στο «απυρόβλητο», από τις διάφορες κινηματικές πρωτοβουλίες των πολιτών και από ένα μεγάλο τμήμα του περιβαλλοντικού κινήματος, που δεν ταυτίζεται με τις επιλογές των προβεβλημένων ΜΚΟ. Στο όνομα μιας, καλώς εννοούμενης, λογικής συγκρότησης του ευρύτερου δυνατού μετώπου, απέναντι στις επιλογές κυβέρνησης και μεγαλοεργολάβων.

Έμμεσα, επιδιώκονταν δύο ακόμη στόχοι:

α) να γίνουν σαφείς οι σημαντικές διαφορές της πρότασης της αποκεντρωμένης διαχείρισης, που υποστηρίζει η «Πρωτοβουλία συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων» και της «πράσινης πρότασης»

β) να καυτηριαστεί μια συνειδητή και σκόπιμη πρακτική των ΜΚΟ να διεκδικήσουν την αποκλειστικότητα της έκφρασης του δημόσιου εναλλακτικού λόγου (και) στον τομέα της διαχείρισης των απορριμμάτων. Είτε με τη μέθοδο της αποσιώπησης διαφορετικών προτάσεων, είτε με τη μέθοδο της ενσωμάτωσης (κάτι σαν: «τα ίδια λέμε, τα είπαμε πρώτοι και καλύτερα»).

Σε σύντομο χρονικό διάστημα (8/3/2012) υπήρξε αντίδραση από το Φ. Κυρκίτσο, πρόεδρο της Οικολογικής Εταιρείας Ανακύκλωσης και συντάκτη δύο συγκεκριμένων προτάσεων, για την Αττική και την Κρήτη, όπου, όπως δηλώνεται, επιχειρήθηκε η εφαρμογή της «πράσινης πρότασης».

Σε ότι αφορά τον πυρήνα της παρέμβασης, που ήταν η κριτική στην «πράσινη πρόταση», επιλέγει την τακτική της στρεψοδικίας. Αντί να υπερασπιστεί την πρότασή του, προσπαθεί να βρει τρωτά και να μειώσει την αξιοπιστία της πρότασης της αποκεντρωμένης διαχείρισης, αποδίδοντάς της, μάλιστα, χαρακτηριστικά και επιλογές που δεν έχει.

Σε ότι αφορά στους έμμεσους στόχους της παρέμβασης, ο Φ.Κ. αποφεύγει να δώσει μια ευθεία εξήγηση της μέχρι τώρα στάσης των 4 ΜΚΟ. Η απάντησή του, στο σύνολό της, είναι μια αναγνώριση των σημαντικών διαφορών που χωρίζουν τις δύο προτάσεις, χωρίς, ωστόσο, να είναι βέβαιο ότι αυτή η έμμεση αναγνώριση ισοδυναμεί και με αλλαγή στάσης. Ας μας επιτραπεί να έχουμε τις επιφυλάξεις μας, αφού σε άλλο σημείο της απάντησης, και για την υποστήριξη της πρότασής του, επικαλείται τη συμφωνία της πλειοψηφίας του οικολογικού χώρου (αλήθεια, η πλειοψηφία του οικολογικού χώρου το ξέρει ότι συμφωνεί με την πρόταση των 4 ΜΚΟ;).

Όπως και να 'χουν τα πράγματα, θεωρούμε χρήσιμη τη συνέχιση της συζήτησης, στο βαθμό που είναι αποκαλυπτική, τόσο των διαφορετικών προσεγγίσεων στο συγκεκριμένο θέμα της διαχείρισης των απορριμμάτων και της σύνδεσης οικολογικών και κοινωνικών στόχων, όσο και, γενικότερα, της αντίληψης της «επαγγελματικής» οικολογίας, υπέρ της οποίας επιχειρηματολογεί ο Φ.Κ.. Παρά το γεγονός ότι υιοθετεί προσωπική απεύθυνση και συνεχείς αποστροφές προσωπικής αντιπαράθεσης «… θα σας εξέθετε πολύ λιγότερο, γιατί τώρα αναλωνόμαστε σε ερωτήματα και προσεγγίσεις, που έχουν να κάνουν με έλλειψη γνώσεων ή πληροφόρησης κάποιων θεμάτων και έλλειψη κατανόησης του τι συμβαίνει σήμερα στους δήμους και στο πως διαβάζονται κάποιες Οδηγίες», ακόμη και ευκρινώς προβοκατόρικες αναφορές «Και δυστυχώς με αυτό που λέτε έχετε πέσει μόνοι σας στην παγίδα, που θέλετε να ρίξετε τους άλλους» κ.λπ. κλπ., δεν θα μπούμε στον πειρασμό να ανταπαντήσουμε και να ανοίξουμε κουβέντα για ζητήματα ύφους. Προκειμένου να επικεντρώσουμε στα ουσιαστικά ζητήματα, που έχουν μπει στο τραπέζι για συζήτηση.

1. Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Πρόκειται για κομβικό ζήτημα, που προσπερνιέται επιδερμικά στην απάντηση του Φ.Κ. Επισημάνθηκε στην αρχική παρέμβαση ότι η «πράσινη πρόταση» ερωτοτροπεί με τη λογική της κεντρικών εγκαταστάσεων διαχείρισης (φυσικά, σε ένα χαμηλότερο επίπεδο απ' ότι οι σχεδιασμοί των υφιστάμενων ΠΕΣΔΑ). Από την άλλη, η πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης οικοδομείται στη βάση των αρχών της εγγύτητας και της μικρής κλίμακας των εγκαταστάσεων. Τα περιβαλλοντικά και οικονομικά (υπάρχει εκτενέστερη αναφορά στη συνέχεια) πλεονεκτήματά της περιγράφονται με σαφήνεια. Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι μια πρόταση, που, κατά τους ισχυρισμούς του Φ.Κ., αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του οικολογικού χώρου, αγνοεί μια τέτοια αφετηριακή επιλογή και επικεντρώνεται σε μια, κυρίως, λογιστική – διαχειριστική προσέγγιση, στην οποία κυριαρχεί το άγχος του τι θεωρείται εφικτό, τι μπορεί να αποδεχτεί το σύστημα, σαν βελτίωση των ΠΕΣΔΑ κλπ.. Χωρίς τόλμη και χωρίς ιδιαίτερη διάθεση ρήξης με τα κατεστημένα συμφέροντα. Επειδή, όμως, οι γενικές κουβέντες δεν λένε πολλά πράγματα, ας σταθούμε σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα:

1.1. Το μέγεθος των εγκαταστάσεων

Στην παρέμβαση τέθηκε το θέμα του μεγέθους των κεντρικών εγκαταστάσεων, όπως περιγράφονται στην «πράσινη πρόταση» και στην Αττική και στην Κρήτη, ιδιαίτερα των μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων (ΕΜΑΚ). Ο Φ.Κ. αποφεύγει να τοποθετηθεί στην ουσία της κριτικής. Αντίθετα, επιλέγει να μας ψέξει γιατί δεν αντιληφθήκαμε ότι στην πρότασή του για την Κρήτη μιλά για λειτουργία των ΕΜΑΚ σε τρεις βάρδιες (στην πρόταση μιλά για δύο βάρδιες, το πολύ), οπότε η πραγματική δυναμικότητα των μονάδων ανέρχεται στο ένα τρίτο, αυτής που αναφέρεται στην πρόταση. Επικαλείται, μάλιστα, το ίδιο και για την ΕΜΑΚ στην «πράσινη πρόταση» για την Αττική (παρόλο που στην πρόταση πουθενά δεν γίνεται λόγος για βάρδιες).

Αν το πρόβλημα έγκειται στο πως ορίζεται η πραγματική δυναμικότητα μιας μονάδας οφείλει να το αποσαφηνίσει ο ίδιος ο Φ.Κ.. Και να το κάνει με ενιαίο τρόπο και για την Αττική και για την Κρήτη, ώστε να μπορούμε να συνεννοούμαστε και να συγκρίνουμε. Και ας διευκρινίσει ότι όταν μιλά για ΕΜΑΚ 400.000 τ/έτος στην Αττική, εννοεί 133.000 τ/έτος ή όταν μιλά για (νέες) ΕΜΑΚ 148.000 τ/έτος (συνολικά) στην Κρήτη, εννοεί 50.000 τ/έτος. Επειδή το θέμα δεν είναι τόσο ανώδυνο, όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά, θα θυμίσουμε ότι στα στοιχεία κόστους κατασκευής των ΕΜΑΚ της «πράσινης πρότασης» δεν δίνεται τιμή fix, αλλά τιμή/τόνο (200 €/τόνο). Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς ότι έχει μεγάλη σημασία ο ορισμός της πραγματικής δυναμικότητας (σε τόνους) των μονάδων. Αν δούμε, λοιπόν, προσεκτικά τους πίνακες διαμόρφωσης κόστους, που παρατίθενται και στις δύο προτάσεις, διαπιστώνουμε ότι ο υπολογισμός του τελικού κόστους κατασκευής των προτεινόμενων ΕΜΑΚ αντιστοιχεί στις μέγιστες ποσότητες και όχι στο ένα δεύτερο ή στο ένα τρίτο τους. Με λίγα λόγια, αυτοακυρώνεται ο ισχυρισμός του Φ.Κ.. Προς τι, λοιπόν, τότε το εύρημα με τις βάρδιες;

Αλλά πέρα από τα παραπάνω, που σχετίζονται με το κόστος, εξακολουθεί να υπάρχει το θέμα των ποσοτήτων των σύμμεικτων απορριμμάτων, τα οποία οδηγούνται για επεξεργασία σε κεντρικές εγκαταστάσεις, τύπου ΕΜΑΚ. Είτε ορίσουμε τη δυναμικότητα των μονάδων με τον ένα τρόπο, είτε με τον άλλο, είτε λειτουργήσουν με μία βάρδια, είτε με τρεις, η ποσότητα των σύμμεικτων απορριμμάτων, που οδηγούνται για επεξεργασία σε κεντρικές, απομακρυσμένες εγκαταστάσεις, δεν αλλάζει, είναι αυτή που επισημάναμε και είναι πάρα πολύ μεγάλη για να την παραβλέψουμε και να την προσπεράσουμε χωρίς σχόλια.

1.2. Η χωροθέτηση των εγκαταστάσεων

Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι όσο πιο μικρές και όσο πιο απλές είναι οι εγκαταστάσεις διαχείρισης, τόσο πιο ασφαλείς περιβαλλοντικά είναι και τόσο πιο εύκολα χωροθετούνται. Ιδίως, όταν οι εγκαταστάσεις πρόκειται να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των κατοίκων των περιοχών χωροθέτησης και δεν θα «φιλοξενήσουν» τα απορρίμματα άλλων περιοχών. Το τελευταίο στοιχείο αποτελεί κρίσιμη πολιτική και κοινωνική παράμετρο του όποιου σχεδιασμού, που, κατά κανόνα, καταστρατηγείται, με αποτέλεσμα τις οξύτατες κοινωνικές αντιδράσεις σε διάφορα έργα διαχείρισης, ενταγμένα στη λογική της «θυσίας» συγκεκριμένων περιοχών, προκειμένου να εφαρμοστεί το συγκεντρωτικό μοντέλο.

Από αυτήν την άποψη, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιοχών της χώρας, η πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης φαντάζει σαν η, σχεδόν, αυτονόητη εναλλακτική λύση. Αυτό δεν μπορεί να μην το αντιλαμβάνεται ο Φ.Κ.. Γι αυτό, ίσως, επιλέγει να αντιπαρατεθεί στο πεδίο ενός μεγάλου πολεοδομικού συγκροτήματος, όπως της Αττικής, όπου, πράγματι, η χωροθέτηση οποιασδήποτε δραστηριότητας παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες (όχι στο σύνολο της Αττικής, φυσικά). Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τις ιδιαίτερες προσεγγίσεις και για την περίπτωση της Αττικής (ή και του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης).

Είναι λυπηρό που ο Φ.Κ. επιχειρεί τη δική του προσέγγιση διαπράττοντας μια λαθροχειρία: αποδίδει στην «Πρωτοβουλία συνεννόησης» την πρόταση για την κατασκευή 90 μονάδων αποκεντρωμένης διαχείρισης στην Αττική. Πρόκειται για καθαρό παραλογισμό, που δεν προκύπτει από πουθενά. Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, λοιπόν, προσπαθώντας να αποκαταστήσουμε την αλήθεια:

  • η «Πρωτοβουλία συνεννόησης», στην πρότασή της για την αποκεντρωμένη διαχείριση με κοινωνική συμμετοχή, δεν θίγει καν θέμα προσδιορισμού αριθμού μονάδων, ούτε για την Αττική, ούτε για οποιαδήποτε άλλη περιοχή.
  • για τη σχεδιαστική και οικονομική προσέγγιση του θέματος χρησιμοποιεί ένα τυπικό παράδειγμα μιας πληθυσμιακής ενότητας 50.000 κατοίκων, χωρίς να υποστηρίζει ότι αυτό είναι το «πατρόν» για κάθε περίπτωση. Παραβλέπουμε το γεγονός ότι ακόμη κι έτσι να ήταν, ο αριθμός 90 για την Αττική δεν προκύπτει, ούτε με τα πληθυσμιακά δεδομένα, που χρησιμοποιεί η «πράσινη πρόταση». Εξ άλλου, τυποποίηση εγκαταστάσεων μπορεί να αναζητήσει κανείς οπουδήποτε αλλού, όχι, όμως, στην πρόταση της «Πρωτοβουλίας συνεννόησης».
  • η χωροθέτηση αποκεντρωμένων εγκαταστάσεων στην Αττική θα προκύψει μόνο σαν αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης μελέτης, που θα συνυπολογίσει και το στοιχείο της διαθεσιμότητας δήμων να εμπλακούν στο εγχείρημα αυτό. Δεν θα διακινδυνεύσουμε, συνεπώς, μιαν εκτίμηση «του ποδαριού», σχετικά με τον αριθμό των αναγκαίων αποκεντρωμένων εγκαταστάσεων. Αυτό που μπορούμε, με σχετική βεβαιότητα, να πούμε είναι ότι μια λογική παραδοχή θα πρέπει να έχει σαν οροφή τον αριθμό των 25 -30 τέτοιων εγκαταστάσεων.
  • υπάρχει πλήρης συνείδηση ότι, ακόμη κι ένας τέτοιος αριθμός αποκεντρωμένων εγκαταστάσεων, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Είναι, ωστόσο, πολύ πιο προσιτή λύση από τη χωροθέτηση των αντίστοιχων διαδημοτικών – περιφερειακών εγκαταστάσεων, που περιλαμβάνονται στην «πράσινη πρόταση» για την Αττική. Τέθηκε το ερώτημα στην αρχική παρέμβαση, το επαναλαμβάνουμε και τώρα: πόσο εφικτή μπορεί να θεωρείται η χωροθέτηση δέκα (10) περιφερειακών εγκαταστάσεων κομποστοποίησης, τριάντα δύο (32) διαδημοτικών πράσινων σημείων – κέντρων ανάκτησης και, τουλάχιστον, δέκα (10) κεντρικών σταθμών μεταφόρτωσης (ΣΜΑ), σε συνδυασμό με τις ανάγκες χωροθέτησης κεντρικών εγκαταστάσεων; Ιδιαίτερα, όταν οι περισσότερες από αυτές θα πρέπει να προκύψουν από μια θολή διαδικασία συνεννόησης περιφέρειας και δήμων.

1.3. Το θέμα των ΧΥΤΥ και η περίπτωση της Φυλής

Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και με τους ΧΥΤΥ. Επικέντρωση στην Αττική και αυθαίρετη ερμηνεία της πρότασης της «Πρωτοβουλίας συνεννόησης», στην οποία, εκτός από 90 αποκεντρωμένες εγκαταστάσεις, ο Φ.Κ. ανακαλύπτει ότι υποκρύπτεται πρόθεση κατασκευής και 90 μικρών ΧΥΤΥ. Η επιχειρηματολογία θα ήταν διασκεδαστική, αν δεν επρόκειτο για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Η θέση της «Πρωτοβουλίας συνεννόησης» είναι σαφής: μείωση των αναγκών σε ΧΥΤΥ (δηλαδή, λιγότεροι ΧΥΤΥ), μικρότεροι ΧΥΤΥ (δηλαδή, μικρότερης χωρητικότητας, σε σχέση με αυτούς που σχεδιάζονται) και διαφοροποίηση της σύνθεσης των υπολειμμάτων που διατίθενται σε αυτούς (δηλαδή, κυρίως υλικά με αδρανή χαρακτηριστικά). Η ακριβής, και μοναδική, αναφορά στην πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης είναι η εξής: «Οι ΧΥΤΥ, στο πλαίσιο μιας εκτεταμένης εφαρμογής της λογικής της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης, αφενός θα είναι μικρότερου μεγέθους και, αφετέρου, θα υποδέχονται υπολείμματα με χαρακτηριστικά αδρανών υλικών. Με την πιθανή εξαίρεση μικρών νησιωτικών περιοχών, θα μπορούν να εξυπηρετούν περισσότερες της μιας ενότητες αποκεντρωμένης διαχείρισης. Σε αυτήν την περίπτωση, η διαστασιολόγηση και η χωροθέτησή τους, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ευρύτερης συνεννόησης, πιθανόν στο πλαίσιο του περιφερειακού σχεδιασμού, που θα γίνει έγκαιρα και θα συνυπολογίσει το βαθμό υιοθέτησης της λογικής της αποκεντρωμένης διαχείρισης». Αν από αυτό συνάγεται το συμπέρασμα του Φ.Κ., τότε θα πρέπει να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με την ελληνική γλώσσα.

Αποκαλυπτική της λογικής του εφικτού και της «ευκολίας», που χαρακτηρίζουν την «πράσινη πρόταση» είναι η στάση του Φ.Κ. στο θέμα του ΧΥΤΑ Φυλής. Αναγνωρίζει, στα λόγια, την εξάντληση της περιοχής του ΧΥΤΑ και δηλώνει ότι δεν θα είχε αντίρρηση να κλείσει και αύριο ο ΧΥΤΑ Φυλής, με την προϋπόθεση «να προτείνουμε ταυτόχρονα άλλους χώρους, που θα την αντικαταστήσουν». Δίκη προθέσεων δεν κάνουμε, αλλά δεν μας φαίνονται ιδιαίτερα ειλικρινείς αυτές οι διαβεβαιώσεις. Αφού, ταυτόχρονα:

  • η υποχρέωση εξεύρεσης εναλλακτικών λύσεων εναποτίθεται στην «Πρωτοβουλία συνεννόησης», σαν αν μην αφορά όλη την κοινωνία το ζήτημα, ούτε καν τις 4 ΜΚΟ
  • επικαλείται το σαθρό και ανεύθυνο επιχείρημα «η Φυλή υπάρχει γιατί την θέλει η πλειοψηφία του δήμου Φυλής, που έχει διαχρονικά τεράστια οικονομικά οφέλη από τη λειτουργία του χώρου ταφής»
  • εκδηλώνεται υπερηφάνεια για τη συνέχιση της λειτουργίας του ΧΥΤΥ. Υπάρχει η εξής καταπληκτική διατύπωση: «Όταν όλοι λένε ότι η Φυλή θα κλείσει σε ένα χρόνο βγαίνουμε εμείς και λέμε απλά την αλήθεια, που δεν την ξέρει κανείς ή δεν τολμάει να πει όποιος την ξέρει. Ότι δηλαδή δεν κλείνει σε ένα χρόνο η Φυλή αλλά σε 9 και ότι εάν εφαρμοσθεί η Πράσινη Πρόταση θα κλείσει το 2062. Αυτό σημαίνει πετυχημένη πολιτική στη διαχείριση απορριμμάτων»

Με άλλα λόγια: «βρήκαμε παπά, να θάψουμε καμιά δεκαριά». Πράγματι, πολύ πετυχημένη πολιτική στη διαχείριση των απορριμμάτων. Και στη διαχείριση του περιβάλλοντος της πλήρως τοξινωμένης Δυτικής Αττικής θα προσθέταμε. Ελπίζουμε ότι δεν περιλαμβάνεται και αυτή η επιλογή στα όσα υιοθετεί «η πλειοψηφία του οικολογικού χώρου» (πάντα, κατά τα λεγόμενα του Φ.Κ.).

1.4. Το θέμα του RDF

Επισημάνθηκε στην αρχική παρέμβαση η ανεκτικότητα της «πράσινης πρότασης» στο θέμα της παραγωγής δευτερογενούς καυσίμου. Και όχι μόνο: θίχτηκε, επίσης, και το γεγονός ότι, υπό προϋποθέσεις, η «πράσινη πρόταση» θεωρεί ότι η παραγωγή RDF μπορεί να αποτελεί τη βέλτιστη οικονομική λύση. Τι απαντά ο Φ.Κ., επιβεβαιώνοντας τους φόβους μας: «Σε σχέση με το RDF το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό. Και εγώ θα ήθελα να μην παραγόταν καθόλου RDF ή τύπου RDF. Όμως παρά, όλες τις προσπάθειες για μείωση, πάντα θα παράγεται έστω και μια μικρή ποσότητα, είτε από τα ΚΔΑΥ, είτε από τα Πράσινα Σημεία, είτε από μονάδες κομποστοποίησης είτε από ΕΜΑΚ (που και εσείς προτείνετε σε μικρότερη δυναμικότητα στην πρότασή σας)». Τρίτη καραμπινάτη λαθροχειρία από το Φ.Κ. και σκόπιμη παραπλάνηση για το θέμα του RDF:

  • σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται ο Φ.Κ., η πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης, εξ αιτίας του τύπου διαχείρισης που επιλέγει, αποκλείει την παραγωγή RDF, όπως γίνεται στις περισσότερες τυποποιημένες μονάδες ΕΜΑΚ.
  • είναι λάθος η ταύτιση του υπολειμματικού υλικού, από τις διάφορες διαδικασίες διαχείρισης (ΚΔΑΥ, πράσινα σημεία, μονάδες κομποστοποίησης ή τις μονάδες αποκεντρωμένης διαχείρισης, που προτείνουμε) με το δευτερογενές καύσιμο, που παράγουν οι μονάδες ΕΜΑΚ (και της «πράσινης πρότασης»), σχεδιασμένες ακριβώς γι αυτό το σκοπό. Ακόμη κι αν η σύνθεσή τους (υπολείμματος και RDF) είναι συγγενική, πράγμα που για το υπόλειμμα της αποκεντρωμένης διαχείρισης δεν ισχύει.

Ας το πούμε ακόμη μια φορά: οποιαδήποτε επιλογή, έστω μερικής, καύσης δευτερογενών καυσίμων ανοίγει το δρόμο στη γενίκευσή της και, ταυτόχρονα, «ανοίγει την όρεξη» των υποστηρικτών της απευθείας καύσης, που έχουν έτοιμο το επιχείρημα: «γιατί να ξοδεύετε άσκοπα σε εγκαταστάσεις παραγωγής δευτερογενών καυσίμων, όπως το RDF, και να μην πάμε σε απευθείας καύση, ξοδεύοντας λιγότερα;». Ας προσθέσουμε και τούτο: στην ίδια παράγραφο ο Φ.Κ. κραδαίνει την επιστημονική του συμβολή στην αποτροπή της καύσης RDF-SRF, σαν ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή (περίπτωση ENGAL), και, ταυτόχρονα, αποδέχεται την καύση του στην ηλεκτροπαραγωγή (σαν εναλλακτική λύση, μετά τα τσιμεντάδικα). Αλήθεια αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα με το RDF (αν θα θεωρηθεί ΑΠΕ ή όχι); Με την ευκαιρία, να προσθέσουμε ότι το ενεργειακό αποτέλεσμα, ακόμη και της γενικευμένης καύσης των απορριμμάτων είναι τόσο μικρό, που κάνει τελείως παράλογη την επιλογή της ενεργειακής αξιοποίησης των ΑΣΑ, σαν κύριας κατεύθυνσης διαχείρισης των ΑΣΑ.

1.5. Το θέμα των επικίνδυνων αποβλήτων

Το θέμα της επιμόλυνσης των ΑΣΑ από τα επικίνδυνα απόβλητα δεν τέθηκε επειδή περιμένουμε να λυθεί από την οποιαδήποτε πρόταση διαχείρισης των ΑΣΑ. Τέθηκε, πολύ απλά, για να υπογραμμιστεί η συνάφειά του με το συγκεντρωτικό τρόπο διαχείρισης. Για να υπογραμμίσουμε, δηλαδή, ότι με τη μεταφορά τεράστιων ποσοτήτων σύμμεικτων σε κεντρικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας πολλαπλασιάζεται ο κίνδυνος να παρεισφρύσουν επικίνδυνα απόβλητα και να συντελεστεί η επιμόλυνση των ΑΣΑ. Απάντηση σε αυτό δεν δόθηκε.

1.6. Για την αναγκαιότητα των σταθμών μεταφόρτωσης (ΣΜΑ)

Ο Φ.Κ. στην απάντησή του αναγνωρίζει, έμμεσα, το προβληματικό της συμπίεσης και μεταφοράς σύμμεικτων απορριμμάτων, λέγοντας ότι οι ΣΜΑ δεν αφορούν μόνο αυτή τη δραστηριότητα, αλλά και τις μακρινές μεταφορές προδιαλεγμένων οργανικών, χαρτιού, των ανακυκλώσιμων των μπλε κάδων, άλλων διαχωρισμένων υλικών κλπ.. Επικαλείται, όπως όλοι οι υποστηρικτές των ΣΜΑ, τη μείωση κόστους. Απαντά, ωστόσο, όχι στη δική μας κριτική, αλλά στο σενάριο των υφιστάμενων ΠΕΣΔΑ. Εμείς δεν θέσαμε το δίλημμα μακρινές μεταφορές με ΣΜΑ ή χωρίς ΣΜΑ. Εμείς υποστηρίζουμε τη σταδιακή εξάλειψη των μακρινών μεταφορών, πλην της αναγκαστικής μεταφοράς του υπολείμματος στους χώρους τελικής διάθεσης. Σε αυτό απάντηση δεν πήραμε.

Αλλά, ακόμη και με τη λογική του Φ.Κ. και της «πράσινης πρότασης», κάποια πράγματα χρειάζονται αποσαφήνιση:

  • οι ΣΜΑ του υφιστάμενου ΠΕΣΔΑ Αττικής, που υιοθετεί και επαυξάνει η «πράσινη πρόταση», είναι σταθμοί μεταφόρτωσης σύμμεικτων απορριμμάτων, οι ποσότητες των οποίων (και στην περίπτωση της «πράσινης πρότασης») είναι εξαιρετικά μεγάλες. Θα μπορούν οι συγκεκριμένοι σταθμοί να μεταφορτώνουν, ταυτόχρονα, σύμμεικτα και προδιαλεγμένα οργανικά ή άλλα ανακτήσιμα υλικά;
  • σε κάθε περίπτωση, αυτού του τύπου οι ΣΜΑ έχουν ένα, όχι ευκαταφρόνητο, κόστος. Γιατί δεν αποτυπώνεται αυτό το κόστος στους συγκεντρωτικούς πίνακες (7 και 39) κόστους της «πράσινης πρότασης» για την Αττική;

1.6. Ποιοί σχεδιάζουν, ποιοι αποφασίζουν, ο ρόλος των τοπικών κοινωνιών

Αν επιμένουμε στα θέματα της συγκεντρωτικής ή της αποκεντρωμένης διαχείρισης, πέρα από τα κόστη και τις όποιες ωφέλειες, πέρα από τους περιβαλλοντικούς λόγους και πέρα από την εκπλήρωση στόχων και υποχρεώσεων, το κάνουμε και για δύο ακόμη λόγους:

  • ο πρώτος λόγος είναι οι προϋποθέσεις ουσιαστικής εμπλοκής των πολιτών στην όλη διαδικασία της διαχείρισης των απορριμμάτων
  • ο δεύτερος λόγος είναι η δυναμική των διαφόρων προτάσεων και η δυνατότητά τους να δημιουργήσουν τους αναγκαίους όρους για τη ριζική ανατροπή των υφιστάμενων ΠΕΣΔΑ

Σε ότι αφορά στο πρώτο ζήτημα, είναι εμφανές ότι το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων διαχείρισης της «πράσινης πρότασης» γίνεται σε περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο, σε αντίστοιχες υποδομές, των οποίων ο σχεδιασμός παραπέμπεται σε περιφερειακά όργανα ή ασαφείς συνεργασίες δήμων, ενώ η διαχείρισή τους είναι πλήρως ανοιχτή στην ιδιωτική πρωτοβουλία, για να μην πούμε ότι οδηγεί προς τα εκεί. Το αντίθετο συμβαίνει με την πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης, που, πλην των υποδομών τελικής διάθεσης, ενσωματώνει το σύνολο των διαδικασιών διαχείρισης σε εγκαταστάσεις με αναφορά σε συγκεκριμένους δήμους ή ομάδες όμορων δήμων. Με υποδομές και διαδικασίες, που προκύπτουν από τοπικά σχέδια διαχείρισης, με κοινωνική συμμετοχή και έλεγχο. Μιλάμε, φυσικά και στις δύο περιπτώσεις, για δραστηριότητες πέρα από αυτές, που, από τα πράγματα, αναπτύσσονται στο σπίτι, στον εργασιακό χώρο ή στη γειτονιά (κάδοι κλπ.) και που είναι κοινές. Στη μια περίπτωση οι πολίτες παραμένουν αμέτοχοι θεατές μιας διαδικασίας, που διαμορφώνεται και εξελίσσεται ερήμην τους, ενώ στην άλλη ενθαρρύνονται και «υποχρεώνονται» να εμπλακούν.

Σε ότι αφορά στο δεύτερο ζήτημα, η «πράσινη πρόταση» είναι πλήρως εξαρτημένη από ένα και μοναδικό παράγοντα. Αυτόν της διαμόρφωσης των τελικών επιλογών των περιφερειακών σχεδιασμών και, μάλιστα, σε μια συγκεκριμένη χρονική και πολιτική συγκυρία. Για το λόγο αυτό και οι όποιες παρεμβάσεις των 4 ΜΚΟ περιορίζονται σε κεντρικές παρεμβάσεις (ημερίδες, υπομνήματα, ΜΜΕ) και αδυνατούν να ενεργοποιήσουν τοπικές πρωτοβουλίες. Η λογική της αποκεντρωμένης διαχείρισης, χωρίς να υποτιμά την κρισιμότητα των επιλογών των περιφερειακών σχεδιασμών, αποσκοπεί στη διαμόρφωση τοπικών σχεδίων διαχείρισης, διαμορφώνοντας ουσιαστικές προϋποθέσεις αποδυνάμωσης και αποδόμησης των υφιστάμενων σχεδιασμών, στην πράξη. Γι αυτό και η συνεισφορά της δεν εξαντλείται στο στόχο της τυπικής αναθεώρησης των ΠΕΣΔΑ, ούτε εξανεμίζονται μετά από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της όποιας απόφασης ληφθεί. Εξ άλλου, το πλήθος των τοπικών πρωτοβουλιών, που έχει ενεργοποιήσει σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα η πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης, είναι αδιάψευστος μάρτυρας της δυναμικής που αναπτύσσεται. Μιας δυναμικής που μεγαλώνει και επεκτείνεται όσο οι πολίτες συνειδητοποιούν τον ουσιαστικό ρόλο που μπορούν να παίξουν σε αυτήν τη διαδικασία.

Όσοι έχουν μια στοιχειώδη πολιτική και κινηματική εμπειρία γνωρίζουν ότι αποφασιστικός παράγοντας για την υλοποίηση του οποιουδήποτε στόχου είναι η δυνατότητά του, αφενός, να αφομοιωθεί από την κοινωνία και να ενσωματωθεί σε αυτά που θεωρεί δικά της ζητήματα και, αφετέρου, να μπορεί να προκαλεί αποτελέσματα στην πράξη. Να έχει, δηλαδή, σαφή προοπτική νίκης. Από αυτή την άποψη, είναι πολύ εύκολο να αξιολογήσει κανείς το αν η πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης είναι μια πρόταση «ιδεολογικού» χαρακτήρα ή πρόταση με προοπτική άμεσης υλοποίησης.

2. ΤΑ ΚΟΣΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

Θα ξεκινήσουμε αυτήν την ενότητα με ορισμένα γενικά σχόλια:

  • η απάντηση του Φ.Κ. διαπνέεται από τη λογική «όλα τα ξέρω, όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω». Επιδίδεται σε μια προσπάθεια αυθαίρετων παραδοχών, εκτιμήσεων και διαστρεβλώσεων, με τον αέρα της αυθεντίας στον τομέα της διαχείρισης των απορριμμάτων, που υποδηλώνει μια υπερφίαλη λογική. Σε ότι μας αφορά, τον διαβεβαιώνουμε ότι δεν είμαστε άνθρωποι των γραφείων. Γνωρίζουμε αρκετά καλά τι συμβαίνει και στην αγορά και στο τραπεζικό σύστημα και στην τοπική αυτοδιοίκηση και στο δημόσιο τομέα. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται, και στην κριτική μας και στην πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης, είναι στοιχεία πραγματικά, από όλη τη γκάμα της διαχείρισης των απορριμμάτων.
  • παραγνωρίζεται ο χαρακτήρας της προσέγγισης που επιχειρεί η πρόταση της «Πρωτοβουλίας συνεννόησης» και η οποία αποσκοπεί, όπως δηλώνεται πολύ καθαρά, να αναδείξει βασικά σχεδιαστικά πρότυπα και την τάξη μεγέθους των στοιχείων κόστους. Χωρίς να φιλοδοξεί να παίξει το ρόλο ούτε της τεχνικής, ούτε της οικονομικής μελέτης. Πως αλλιώς, άλλωστε, όταν έχει ένα τόσο γενικό χαρακτήρα. Αυτό το ρόλο, πιστεύουμε ότι, τον εκπληρώνει με επαρκή τρόπο. Από την πλευρά του, ο Φ.Κ. προσπαθεί «να βγάλει από τη μύγα ξύγκι», εστιάζοντας σε δευτερεύουσας σημασίας πλευρές, ανακαλύπτοντας διάφορες παραλείψεις, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας αριθμούς κλπ.. Στα ζητήματα αυτά θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

2.1. Τα κόστη κατασκευής

Η όλη επιχειρηματολογία του Φ.Κ. αρχίζει και τελειώνει στην εκτίμηση ότι η εφαρμογή της πρότασης της αποκεντρωμένης διαχείρισης στην Αττική θα έχει ένα κατασκευαστικό κόστος 450 – 1.350 εκ. €, χωρίς να συνυπολογίζεται το κόστος των πράσινων σημείων της πρότασης (φανταστείτε σε τι ύψος θα ανέρχονταν). Ενώ με μια χονδροειδή αναγωγή πληθυσμιακών στοιχείων η ίδια η πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης το προσεγγίζει στα 200 εκ. €, μιλώντας πάντα για την Αττική. Με αυτήν την εκτίμηση, ο σκοπός επετεύχθη: η πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης εκτιμήθηκε πολύ ακριβότερη από αυτήν της «πράσινης πρότασης» (302 εκ. €, χωρίς τους ΣΜΑ, όπως επισημάναμε). Τι κι αν, στη βιασύνη του Φ.Κ. να κοστολογήσει την πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης καταλήγει σε εκτίμηση με απόκλιση υπολογισμού της τάξης του 200 % (από τα 450 στα 1.350 εκ. €) και λίγα λέμε, αν συνυπολογίσουμε και το κόστος των πράσινων σημείων. Αρκεί που είναι μεγαλύτερη από την εκτίμηση της «πράσινης πρότασης». Τι να πει κανείς για μια τέτοια αυθαιρεσία – παραποίηση;

Πέρα από την προφανή σκοπιμότητα αυτής της προσέγγισης του Φ.Κ., υπάρχει στο συγκεκριμένο ζήτημα και μια γενικότερη αντίληψη για τα δημόσια έργα, που συναρτάται με το πώς προσδιορίζει κανείς τα σχετικά κοστολόγια. Αν μιλάμε για εργολαβίες, του τύπου των ολυμπιακών έργων ή για συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα όπως της «Αττικής οδού», του «Ελ. Βενιζέλος» κλπ., ενδεχομένως το κόστος να προσεγγίζει τις εκτιμήσεις του Φ.Κ.. Αν, πάλι, μιλάμε για συνήθεις δημοπρασίες στην Ελλάδα της κατασκευαστικής κρίσης και για έργα μικρής συνθετότητας, σαν αυτά που προτείνουμε, τότε μπορεί να πετύχουμε και καλύτερες τιμές από αυτές που περιγράφουμε. Ακόμη και οι ίδιοι οι δήμοι θα μπορούσαν να κατασκευάσουν τμήματα αυτών των εγκαταστάσεων, εάν υπάρξει η βούληση και μια διαφορετική αντίληψη.

2.2. Το κόστος διαχείρισης

Αξίζει να επισημάνουμε την επιμονή να παρουσιάζεται υπερεκτιμημένο το σημερινό κόστος διαχείρισης. Αν υπάρχουν πειστικά στοιχεία από το Φ.Κ. ας τα παρουσιάσει. Από τη δική μας εμπειρία δεν προκύπτουν νούμερα σαν αυτά που επικαλείται. Μιλάμε για μια εκτίμηση μέσου κόστους σε όλη την επικράτεια και για δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο αντικείμενο που εξετάζουμε. Να εξηγηθούμε: δεν μιλάμε ούτε για οδοκαθαρισμό, ούτε για τις υπηρεσίες πρασίνου κλπ.. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι το να μη φανεί η απόκλιση, προς τα πάνω, του κόστους διαχείρισης της «πράσινης πρότασης», σε σχέση με το τι ισχύει σήμερα.

Κατά τα άλλα, η φιλοσοφία της επιχειρηματολογίας του Φ.Κ., ως προς την πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης, δεν αλλάζει ούτε εδώ. Πρέπει, πάση θυσία, να φανεί ότι το κόστος διαχείρισης στην πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης είναι μεγαλύτερο (εκτιμά ότι μπορεί να ξεπεράσει το μελλοντικό κόστος του υφιστάμενου ΠΕΣΔΑ Αττικής, 337 €/t), από το αντίστοιχο κόστος διαχείρισης της «πράσινης πρότασης», με μέγιστο κόστος ~ 240 €/t. Για να τεκμηριώσει την εκτίμησή του καταφεύγει σε διάφορους αυθαίρετους ισχυρισμούς. Ας δούμε τους κυριότερους από αυτούς:

  • προσπαθεί να συνδέσει, έμμεσα, το κόστος διαχείρισης της πρότασης της «Πρωτοβουλίας συνεννόησης» με τους ρυθμούς υλοποίησής της, που τους βρίσκει εξαιρετικά φιλόδοξους και μη ρεαλιστικούς. Έτερον εκάτερον. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι η πλήρης ανάπτυξη της πρότασης της αποκεντρωμένης διαχείρισης δεν θα γίνει σε 8 χρόνια, αλλά σε 12 ή 15, η ουσία δεν αλλάζει. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, το κόστος διαχείρισης θα εξακολουθεί να έχει διαρκή πτωτική πορεία (ως τα 43 €/t), σε σχέση με το σημερινό κόστος
  • διαχείρισης, που αυθαίρετα η «πράσινη πρόταση» το ανεβάζει στα 180 €/t. Αντίθετα, η «πράσινη πρόταση» προδιαγράφει μια ανοδική πορεία του κόστους διαχείρισης, με αιχμή τα 231-244 €/t, το 2015, για να καταλήξει το 2040 στα 164-170 €/t. Ζήσε Μάη, να φας τριφύλλι …
  • ισχυρίζεται ότι κάνουμε χρήση λάθος δεδομένων σε ότι αφορά στη σύνθεση των απορριμμάτων, που μπορεί να συνεπάγεται απόκλιση στο τελικό κόστος πάνω από 30 %. Το παράδειγμα που χρησιμοποιεί είναι ότι έχουμε υποεκτιμήσει την ποσότητα των δύσκολα ανακτήσιμων υλικών, όπως τα πλαστικά. Φοβερός ισχυρισμός. Διευκρινίζουμε ότι χρησιμοποιήσαμε τα (παλιότερα, πράγματι) δεδομένα του εθνικού σχεδιασμού, δηλώνοντας από την αρχή τις επιφυλάξεις μας για την ορθότητά τους και γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει άλλη πρόσφατη, έγκυρη και γενικής αποδοχής τεκμηρίωση σε εθνικό επίπεδο (ίσως, στο νέο εθνικό σχεδιασμό που θα γίνει να υπάρξει). Αν κάτι μας διαφεύγει, ας κατατεθεί. Δεν θα τα χαλάσουμε εκεί. Αυτό που δεν αντέχει σε καμία λογική είναι ο παραπάνω ισχυρισμός για τεράστια αλλοίωση του πραγματικού κόστους. Αρκεί να δει κανείς τον παρακάτω πίνακα, στον οποίο παραθέτουμε τις παραδοχές της πρότασης της αποκεντρωμένης διαχείρισης και της «πράσινης πρότασης» (έστω κι αν η δεύτερη αναφέρεται στην Αττική).

ΥΛΙΚΟ Σύνθεση (%)

αποκεντρωμένη διαχείριση "πράσινη πρόταση"

Οργανικά 47 41

Χαρτί 20 24,5

Πλαστικό 8,5 11,6

Μέταλλα 4,5 3,1

Γυαλί 4,5 3,4

Διάφορα 15,5 16,4

ΣΥΝΟΛΟ 100 100