Οι πιο αυστηρές πολιτικές στην αμερικάνικη πόλη σχετικά με την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση είναι μερικά μόνο από τα μέτρα που κάνουν τη διαφορά.
Τα φορτηγά εμφανίζονται πριν από την ανατολή του ηλίου. Δεκάδες από αυτά, αδειάζουν τόνους υπολειμμάτων τροφίμων, κομμένο γρασίδι και κλαδέματα. Ένα μήνα μετά, αυτά τα οργανικά απόβλητα θα φύγουν από εδώ με τη μορφή πλούσιου λιπάσματος, λεπτόκοκκου σαν την άμμο.
Στο Vacaville, μία ώρα βόρεια του Σαν Φρανσίσκο, ένα ουσιαστικό μέρος του σχεδίου της πόλης είναι η εξάλειψη των αποβλήτων, που δεν είναι ούτε για ανακύκλωση ούτε για κομποστοποίηση μέχρι το 2020, αποφεύγοντας έτσι την ανάγκη για χώρους υγειονομικής ταφής και αποτεφρωτήρες – δύο βασικές πηγές της ρύπανσης.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου – που δεν έχει βάλει καμία άλλη πόλη συγκρίσιμου μεγέθους στον κόσμο – το Σαν Φρανσίσκο (840.000 κάτοικοι) έχει δείξει έντονη πολιτική βούληση, που υποστηρίζεται από ένα νομικό πλαίσιο. Το πιο πρόσφατο μέτρο είναι η απαγόρευση πώλησης ή διανομής μικρών πλαστικών μπουκαλιών νερού σε δημόσιο χώρο – εκτός των μεγάλων εκδηλώσεων, όπως π.χ. το Gay Pride. Αντ ‘αυτού, οι αρχές της πόλης σχεδιάζουν να εγκαταστήσουν βρύσες για ελεύθερη πρόσβαση σε καθαρό νερό. Κομποστοποιήσιμα ποτήρια θα δίνονται σε μεγάλες εκδηλώσεις.
“Υπάρχει απίστευτα μεγάλο περιβαλλοντικό κόστος από τα πλαστικά μπουκάλια του νερού. Χρειάζονται 1.000 χρόνια για να βιοδιασπαστεί ένα τυπικό πλαστικό μπουκάλι νερού,” δήλωσε ο David Chiu, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εποπτικής αρχής, ο οποίος εισήγαγε το μέτρο. “Αν μπορούμε να το πετύχουμε αυτό σε δημόσιο χώρο και οι πολίτες κατανοήσουν ότι είναι απολύτως εφικτό, τότε μπορούμε να δούμε τα επόμενα βήματα.” Με άλλα λόγια, υπονοείται μια συνολική απαγόρευση.
Σαν Φρανσίσκο έχει υιοθετήσει μια σταδιακή προσέγγιση από τότε που αποφασίστηκε η εφαρμογή της στρατηγική μηδενικών αποβλήτων το 2002. “Η πολιτεία της Καλιφόρνιας είχε ήδη θέσει ως στόχο την ανακύκλωση του 50% των στερεών αποβλήτων έως το 2010, όμως εμείς θέλαμε να προχωρήσουμε παραπέρα,” λέει ο Jared Blumenfeld, πρώην επικεφαλής του τμήματος περιβάλλοντος του Σαν Φρανσίσκο και τώρα περιφερειακός διευθυντής του Οργανισμού Προστασίας του Περιβάλλοντος για τον νοτιοδυτικό Ειρηνικό. «Συμφωνήσαμε σε ένα φιλόδοξο στόχο για τα μηδενικά απόβλητα και στη συνέχεια, σε μια ημερομηνία, η οποία ήταν αρκετά μακριά για να βρούμε τα μέσα για την επίτευξή του, αλλά και αρκετά κοντά για τον καθένα να αισθάνεται ότι πρέπει να δράσει άμεσα.” Ο στόχος είχε τεθεί για το 2020, με βήμα το 75% μέχρι το 2010.
Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να γίνουν πολλά. Πολλοί είπαν ότι θα είναι αδύνατο. Αλλά μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε τότε, έδειξε ότι το 90% των απορριμμάτων του καταλήγουν σε χώρους υγειονομικής ταφής μπορούν να ανακυκλωθούν και ότι το μεγαλύτερο ποσοστό είναι βιοαπόβλητα. «Εμείς δεν βλέπουμε τα απόβλητα ως βάρος, αλλά ως πόρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί», λέει ο Ρόμπερτ Ριντ, επικεφαλής των δημοσίων σχέσεων στο Recology, της Συνεταιριστικής Επιχείρησης που συλλέγει και επεξεργάζεται τα απόβλητα του Σαν Φρανσίσκο.
Έτσι, το τμήμα περιβάλλοντος ξεκίνησε στοχεύοντας τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια της πόλης, τα οποία παράγουν πολλά οργανικά απόβλητα. “Ξεκινήσαμε με ένα ξενοδοχείο δοκιμαστικά, το Hilton, το οποίο σερβίρει 7.500 γεύματα την ημέρα, και εφαρμόζουμε ένα απλό σύστημα: τα δοχεία συλλογής που περιέχουν ανακυκλώσιμα ή κομποστοποιήσιμα υλικά κοστίζουν πολύ λιγότερο το μήνα από αυτά που περιέχουν μη ανακυκλώσιμα,” εξηγεί ο Blumenfeld. “Αν ανακυκλώνεις και κομποστοποιείς όλα τα απόβλητα, χρειάζονται λιγότερα ή πολύ μικρότερα δοχεία σκουπιδιών κι έτσι εξοικονομείς χρήματα.”
Το σύστημα πέτυχε. Την πρώτη χρονιά, το Hilton εξοικονόμησε 200.000$ και το πρόγραμμα επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη βιομηχανία υπηρεσιών εστίασης. Επίσης, έγινε διαθέσιμο στους κατοίκους, αλλά σε εθελοντική βάση. «Σε τέσσερα χρόνια, 2001-2005, πήγαμε από το 42% ανακυκλωμένα απόβλητα στο 60%,” εξηγεί ο Blumenfeld.
Ένα λιγότερο ορατό, αλλά παρ ‘όλα αυτά σημαντικό ρεύμα αποβλήτων περιλαμβάνει τα απόβλητα εκσκαφών, κατασκευών και κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ) ή μπάζα. Το 2006, μετά από διαπραγματεύσεις διάρκειας δύο ετών, ο τότε δήμαρχος Gavin Newsom, εισήγαγε το μέτρο της υποχρεωτικής ανάκτησης των ΑΕΚΚ, απαιτώντας από τους εργολάβους να ανακυκλώνουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα των ΑΕΚΚ τους, όπως σκυρόδεμα, χάλυβα και ξύλο σε συμβεβλημένες εγκαταστάσεις. Οι εταιρείες που δεν συμμορφώνονται κινδυνεύουν με αναστολή λειτουργίας για έξι μήνες. Την ίδια στιγμή, η πόλη ανέλαβε να χρησιμοποιεί μόνο ανακυκλωμένα υλικά για τα δημόσια έργα, όπως π.χ. η ασφαλτόστρωση.
Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Κατά την περίοδο 2007-08 το ποσοστό της εκτροπής ή της ανάκτησης των αποβλήτων, σταθεροποιήθηκε περίπου στο 70%, ενώ η πόλη είχε θέσει ως στόχο το 75% μέχρι το 2010 Έτσι, η πόλη εισήγαγε δύο επιπρόσθετα μέτρα, που είχαν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Απαγορεύτηκε στα σούπερ μάρκετ η δυνατότητα παροχής δωρεάν πλαστικών σακουλών. Οι χάρτινες και οι κομποστοποιήσημες πλαστικές σακούλες χρεώνονταν, για να ενθαρρυνθούν οι πολίτες να επαναχρησιμοποιούν τις δικές τους τσάντες.
Στη συνέχεια, το 2009, η ανακύκλωση και η κομποστοποίηση έγινε υποχρεωτική για όλους τους κατοίκους. Το ίδιο σύστημα εφαρμόστηκε και στον τομέα της μαζικής εστίασης: κάθε σπίτι ή κτίριο έλαβε έναν λεπτομερή λογαριασμό, ο οποίος θα μπορούσε να μειωθεί με τη μείωση των σκουπιδιών, εκτρέποντας απόβλητα σε εκείνους που προορίζονται για ανακύκλωση ή κομποστοποίηση. Τα μέτρα αυτά υποστηρίζονται από τακτικούς ελέγχους. Εκείνοι που δε συμμορφώνονται λαμβάνουν προειδοποιήσεις, που ακολουθούνται από πρόστιμα που κυμαίνονται από 100 έως 1.000 $.
“Αυτό ήταν το πιο αμφιλεγόμενο μέτρο,” παραδέχεται ο Blumenfeld. “Κατηγορηθήκαμε για τη δημιουργία αστυνομίας περιβάλλοντος. Ξοδέψαμε πολύ χρόνο εξηγώντας ότι δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα, και ότι όλοι θα κέρδιζαν από την εφαρμογή του. Αν το είχαμε κάνει υποχρεωτικό αμέσως, δεν θα είχε δουλέψει. Έπρεπε να εφαρμοστεί σταδιακά.”
Η προσπάθεια άξιζε τον κόπο: το 2010 η πόλη πέτυχε ένα ποσοστό εκτροπής 77% και έκτοτε έχει σταθεροποιηθεί στο 80%. Κάθε μέρα, περίπου 600 τόνοι οργανικών αποβλήτων ανακτώνται και αποστέλλονται στις εγκαταστάσεις της Vacaville, όπου παράγετε λίπασμα που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους αγρότες, όπως ο Dave Vella, διευθυντής του αμπελώνα στο Chateau Montelena στο Napa Valley. «Το κομπόστ είναι πολύ πλούσιο, επειδή αποτελείται από ένα ευρύ φάσμα των οργανικών αποβλήτων, και καθόλα ευεργετικό», λέει. “Σταθεροποιεί τον άνθρακα στο έδαφος και δίνει το αμπέλι αφθονία θρεπτικών συστατικών.”
Ο Vella έχει χρησιμοποιεί το λίπασμα Recology σχεδόν 10 χρόνια. Στην αρχή, ήταν ένα στοίχημα για ένα αμπέλι που απέσπασε τη διεθνή προσοχή το 1976, όταν ξεπέρασε γαλλικά κρασιά για να κερδίσει στο Παρίσι διαγωνισμό οινογευσίας.
«Φοβόμουν πολύ με την ιδέα ότι θα μπορούσε να αλλάξει τη γεύση του κρασιού,” θυμάται ο Vella. “Άρχισα δοκιμάζοντας το λίπασμα σε μια μικρή περιοχή του αμπελώνα και το επέκτεινα σταδιακά, γιατί το κρασί ήταν καλύτερο και το χώμα ήταν υγιέστερο.”
Το Σαν Φρανσίσκο εξακολουθεί να απέχει από το στόχο του 100%, και η απόσταση που μένει είναι πάντα η πιο δύσκολη. «Θα τα καταφέρουμε,” υποστηρίζει ο Reed. “Ακόμα τα μισά από τα απόβλητα που καταλήγουν στους χώρους υγειονομικής ταφής μπορούν να ανακυκλωθούν. Πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, όπως και την ευαισθητοποίηση των κατοίκων που ανακυκλώνουν πολύ στην κουζίνα, αλλά συχνά έχουν μόνο έναν κάδο απορριμμάτων στο μπάνιο.”
«Πρέπει να αναλάβουμε δράση στην πηγή», προσθέτει, «με στόχο τη συσκευασία – όπως η απαγόρευση της πολυστερίνης και του σελοφάν – όπως για παράδειγμα η προώθηση των επαναχρησιμοποιούμενων πανών, γιατί αυτό είναι μια μορφή αποβλήτων που δε μπορούμε να ανακυκλώσουμε.”
Όποια κι αν είναι τα αποτελέσματα το 2020, το Σαν Φρανσίσκο έχει κάνει μια τεράστια προσπάθεια, δίνοντας το παράδειγμα για άλλες μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ. Το Σιάτλ έχει υιοθετήσει το στόχο του 100% και τώρα η Μιννεάπολης έχει αποφασίσει να ακολουθήσει το παράδειγμά τους, αν και επί του παρόντος ανακυκλώνει μόνο το 37% των αποβλήτων της.